Ασφυκτική γίνεται η πίεση στην κυβέρνηση από τους Ευρωπαίους, αλλά και τις τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης δανείων, για την πλήρη επανεκκίνηση των πλειστηριασμών και των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Ιούνιο, ενώ το θέμα φαίνεται ότι θα αποτελέσει το μεγαλύτερο «αγκάθι» της 10ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης από τους Θεσμούς, με την οποία συνδέεται η ενεργοποίηση των επόμενων μέτρων ελάφρυνσης χρέους, ύψους 640 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο της 10ης αξιολόγησης, που θα αρχίσει το πρώτο 10ήμερο του Απριλίου, οι Θεσμοί αναμένεται ότι θα επιμείνουν στην ανάγκη να υπάρξει πλήρης εξομάλυνση στα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και τους πλειστηριασμούς πριν την 1η Ιουνίου, οπότε και θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή το τελευταίο σκέλος του νέου πτωχευτικού νόμου, το οποίο αφορά τις πτωχεύσεις και τη λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία».
Οι Θεσμοί θεωρούν ότι δεν υπάρχει περιθώριο άλλης αναβολής στην εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου, η οποία αρχικά ήταν προγραμματισμένη την 1η Ιανουαρίου, ενώ η επαναφορά των πλειστηριασμών και των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο, αφού, εκτός των άλλων, δεν νοείται εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου χωρίς αυτές τις διαδικασίες.
Εξάλλου, την επανεκκίνηση των πλειστηριασμών το συντομότερο ζήτησε με αρκετά επιτακτικό τρόπο η Κομισιόν από την κυβέρνηση, μέσω της 9ης έκθεσης αξιολόγησης της μεταμνημονιακής εποπτείας, δια της οποίας κάλεσε την κυβέρνηση να δώσει τέλος στο γενικό «πάγωμα» που επιβλήθηκε τον Νοέμβριο με το lockdown. Όπως ανέφερε η έκθεση, στο πλαίσιο της υιοθέτησης αυστηρότερων περιορισμών για τον έλεγχο της πανδημίας, η κυβέρνηση ανέστειλε στα τέλη του 2020 όλα τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για όλες τις κατηγορίες των δανειοληπτών, αναστέλλοντας μεταξύ άλλων, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τις προπαρασκευαστικές διαδικασίες για πλειστηριασμούς, οι οποίες μπορεί να κρατούν αρκετούς μήνες.
Η γενική αναστολή, τονίζεται, εάν παραταθεί θα προκαλέσει προβλήματα στην αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων. Η Κομισιόν καλεί τις ελληνικές αρχές να υιοθετήσουν σύντομα προσωρινά και στοχευμένα μέτρα αναστολής, διατηρώντας την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών. Δηλαδή, να αρχίσουν εκ νέου οι πλειστηριασμοί για όλους, με εξαίρεση πιθανόν την πρώτη κατοικία των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών.
Σε αυτή τη διαπραγμάτευση, η κυβέρνηση αναμένεται να επικαλεσθεί τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία για να ζητήσει μια περαιτέρω παράταση για την έναρξη των πλειστηριασμών από το φθινόπωρο, ενώ εμφανίζεται έτοιμη να αποδεχθεί μια πιο γρήγορη επάνοδο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης.
Εταιρείες διαχείρισης δανείων: Ενθαρρύνονται οι κατά σύστημα ασυνεπείς
Την ίδια ώρα, έντονη πίεση ασκούν και οι τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων για την επανεκκίνηση των πλειστηριασμών, υπογραμμίζοντας ότι το «πάγωμα» ευνοεί τους κακόπιστους οφειλέτες. Όπως τόνισε σήμερα ο πρόεδρος των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, Τάσος Πανούσης, μιλώντας σε συνέδριο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οι κακόπιστοι οφειλέτες «βρίσκουν καταφύγιο σε μέτρα καλής πρόθεσης που αποδεικνύονται όμως στην πράξη ατελέσφορα και φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γενική αναστολή όλων των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης – και όχι μόνον των πλειστηριασμών».
Ο κ. Πανούσης επανέλαβε τη θέση των εταιρειών διαχείρισης δανείων ότι «οι πλειστηριασμοί και γενικά η προσφυγή σε αναγκαστική εκτέλεση δεν αποτελεί ούτε πρόθεση, ούτε επιλογή μας. Εμείς θέλουμε λύσεις. Λύσεις αμοιβαία αποδεκτές και βιώσιμες για να αναβιώσουν και να πληρωθούν τελικά τα δάνεια στο βαθμό που μπορεί να ανταποκριθεί ο οφειλέτης. Η αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι πρώτη μας προτεραιότητα. Είναι λύση κοστοβόρα και χρονοβόρα».
Έσπευσε, όμως, να τονίσει ότι υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά»: «Η απουσία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ως έσχατο μέσο καταφυγής σε βάρος των στρατηγικών κακοπληρωτών, έχει σοβαρές παρενέργειες. Οι κατά σύστημα ασυνεπείς ενθαρρύνονται στην ασυνέπειά τους. Και οι συνεπείς βλέπουν ότι οι καταχρηστικές συμπεριφορές γίνονται ανεκτές. Έτσι καταστρέφεται μια μεγάλη κατάκτηση που είχαμε τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, η αποκατάσταση της κουλτούρας πληρωμών στην Ελλάδα».
Ο κ. Πανούσης τόνισε τους κινδύνους που δημιουργούνται, καθώς «το παρατεταμένο πάγωμα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης έχει ήδη πλήξει σοβαρά το ρυθμό με τον οποίο επιτυγχάνονται ρυθμίσεις και συναινετικές διευθετήσεις. Έτσι, όμως, ξεκινά ένα ντόμινο παρενεργειών στην οικονομία. Τα σχέδια των τραπεζών για μείωση του αποθέματος ΜΕΔ καθυστερούν, και μαζί τους η πλήρης αποκατάσταση της δυνατότητάς τους να χρηματοδοτούν την οικονομία – τώρα ακριβώς που πρέπει να στηριχτεί η ανάκαμψη.
Εάν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση, αυξάνει ο συντελεστής ρίσκου και για τις τιτλοποιήσεις που έχει εγγυηθεί το Δημόσιο, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, μέσω του προγράμματος Ηρακλής. Οι σχεδιασμοί των επενδυτών δυσχεραίνονται με αντίστοιχη επίπτωση στις αποτιμήσεις των νέων τιτλοποιήσεων – δηλαδή των ποσών που θα επενδύσουν στη χώρα ξένοι επενδυτές για να αποκτήσουν τα αντίστοιχα χαρτοφυλάκια. Και στην ίδια την αγορά νοθεύεται ο ανταγωνισμός από επιχειρήσεις που στηρίζουν την παρουσία τους στην αθέτηση υποχρεώσεων προς δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες πιστωτές».