Ολοκληρώνονται σήμερα οι εξ αποστάσεως διαβουλεύσεις με τους Θεσμούς για τη 13η αξιολόγηση της οικονομίας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και οι πληροφορίες από τις συζητήσεις αναφέρουν ότι, παρά τις καθυστερήσεις σε κρίσιμα προαπαιτούμενα, η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί χωρίς σοβαρά προβλήματα. Πάντως, το βασικό σενάριο πλέον προβλέπει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να εξέλθει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας τον Ιούνιο, αλλά θα παραμείνει τουλάχιστον έως το φθινόπωρο, ώστε να διατηρηθεί και η ειδική εξαίρεση (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Οι καθυστερήσεις σε βασικά προαπαιτούμενα, όπως η πλήρης εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου και η ολοκλήρωση της απονομής καθυστερούμενων συντάξεων δεν έχουν ξεπερασθεί, παρά το γεγονός ότι στις συνομιλίες διαπιστώθηκε κάποια πρόοδος, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις. Υπενθυμίζεται ότι στην προηγούμενη έκθεση αξιολόγησης ξεκαθάριζε ότι η τετραετής περίοδος της ενισχυμένης εποπτείας, που άρχισε το καλοκαίρι του 2018, θα λήξει το καλοκαίρι του 2022 υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει εκπληρώσει η Αθήνα όλα τα προαπαιτούμενα του προγράμματος που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια.
Σχετικά με τις συντάξεις, η εικόνα που παρουσιαζόταν στην προηγούμενη αξιολόγηση ήταν απογοητευτική. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αυτό το προαπαιτούμενο θα έχει εκπληρωθεί ως τα τέλη Ιουνίου του 2022, δηλαδή σε οριακό χρόνο για να «ανάψει πράσινο» η Κομισιόν για την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία. Όμως, οι Θεσμοί σημείωναν ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2021, το απόθεμα καθαρών ληξιπρόθεσμων συντάξεων παρέμενε σταθερό στα 360 εκατ. ευρώ, έναντι 359 εκατ. ευρώ που παρουσιαζόταν στην προηγούμενη έκθεση, του Ιουνίου. Αυτό μεταφραζόταν σε απόκλιση από τον στόχο ύψους 251 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με ό,τι αναμενόταν στο σχέδιο εκκαθάρισης του Μαρτίου 2021.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η νέα εικόνα που παρουσιάσθηκε στους Θεσμούς, με βάση στοιχεία του τελευταίου τριμήνου 2021, είναι σχετικά βελτιωμένη, καθώς καταγράφεται μια επιτάχυνση στην απονομή συντάξεων. Επιπλέον, το υπ. Εργασίας υποσχέθηκε ότι, με μέτρα όπως η «ιδιωτικοποίηση» της απονομής συντάξεων (με συνδρομή λογιστών και δικηγόρων), η τοποθέτηση μάνατζερ από τον ιδιωτικό τομέα στον ΕΦΚΑ και η ενίσχυση του προσωπικού του, οι ρυθμοί θα επιταχυνθούν σημαντικά μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022, αν και εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα φιλόδοξος στόχος η εκκαθάριση του αποθέματος εκκρεμών συντάξεων ως τα τέλη του Ιουνίου και πιθανότατα θα απαιτηθεί περισσότερος χρόνος, άρα και παράταση του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας.
Όσον αφορά τον πτωχευτικό νόμο, βασικό εμπόδιο παραμένει η μεγάλη καθυστέρηση στη λειτουργία του εξωδικαστικού μηχανισμού, καθώς υπάρχει μεγάλος αριθμός αιτήσεων για ρυθμίσεις, οι οποίες όμως, για διάφορους λόγους, δεν φθάνουν ως το τελικό στάδιο. Επιπλέον, η δημιουργία του ειδικού φορέα που θα αγοράζει ακίνητα ευάλωτων δανειοληπτών για να αποφεύγουν τις εξώσεις θα καθυστερήσει πολύ και υπάρχουν πληροφορίες που αναφέρουν ότι ενδέχεται να μείνει στα χαρτιά, καθώς οι Θεσμοί εξαρχής δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή τη λύση, θεωρώντας ότι είναι πιθανό να μεταφέρει βάρη στον κρατικό προϋπολογισμό μέσω των εγγυήσεων.
Με δεδομένες αυτές τις καθυστερήσεις, αλλά και το γεγονός ότι παραμένει σε εκκρεμότητα, εκτός από τη 14η και τυπικά τελευταία αξιολόγηση άλλη μία αξιολόγηση για τη δόση μέτρων ελάφρυνσης χρέους που δεν ολοκληρώθηκε το 2019, το πιθανότερο σενάριο για την ενισχυμένη εποπτεία προβλέπει την έξοδο της Ελλάδος το νωρίτερο τον Σεπτέμβριο του 2022, αν όχι και στο τέλος του έτους. Για την κυβέρνηση, η παράταση του καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας δεν είναι ένα κακό σενάριο, παρά το γεγονός ότι θα έχει μια αρνητική πολιτική φόρτιση, καθώς συνδέεται και με το θέμα του κόστους δανεισμού της χώρας, σε μια περίοδο όπου θα έχει λήξει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ (μετά τον Μάρτιο), ενώ η χώρα δεν θα έχει ακόμη εξασφαλίσει την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παράταση της ενισχυμένης εποπτείας θα έχει το πλεονέκτημα ότι θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συνεχίσει να δέχεται κατ' εξαίρεση για αναχρηματοδότηση τα ελληνικά ομόλογα, το γνωστό πλέον waiver. Δηλαδή, οι τράπεζες θα μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο για τον δανεισμό τους από την ΕΚΤ, ώστε να μη χρειασθεί να τα αναχρηματοδοτήσουν από τη διατραπεζική αγορά με υψηλότερο κόστος, κάτι που έμμεσα θα επηρέαζε και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Έτσι, μια παράταση της ενισχυμένης εποπτείας όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αναβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης, θα αποτελούσε μια χρήσιμη «γέφυρα», ώστε να αποφευχθούν κραδασμοί στο τραπεζικό σύστημα και στον δανεισμό του κράτους.