Τράπεζες

Παίρνει πίσω το φθηνό χρήμα η ΕΚΤ από τις τράπεζες - Τι θα γίνει με τα επιτόκια


Επιχείρηση... σκούπα στη ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών άρχισε από σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ώστε να δημιουργήσει πίεση αύξησης των επιτοκίων στην ευρωζώνη και να αναχαιτισθεί αποτελεσματικότερα ο πληθωρισμός. Η ΕΚΤ παίρνει πίσω τα φθηνά δάνεια μακροπρόθεσμης διάρκειας (TLTRO) που είχε χορηγήσει στις τράπεζες εν μέσω πανδημίας, αν και οι τράπεζες δεν δείχνουν ιδιαίτερη βιασύνη να τα επιστρέψουν.

Το πρόγραμμα TLTRO III της ΕΚΤ είχε πλημμυρίσει τις τράπεζες με ρευστότητα 2,1 τρισ. με χρονική διάρκειά έως το 2023 - 2024, την οποία λάμβαναν ακόμη και με αρνητικό επιτόκιο, έως -1%, υπό τον όρο ότι δεν θα μείωναν τα χαρτοφυλάκια των δανείων τους. Με αυτή τη ρευστότητα οι τράπεζες αποκόμιζαν εύκολα κέρδη, ακόμη και με απλό «παρκάρισμα» των κεφαλαίων σε καταθέσεις στην ΕΚΤ, που είχαν ελαφρώς υψηλότερο επιτόκιο από το επιτόκιο των δανείων του TLTRO.

Στην τελευταία συνεδρίασή του, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ότι αυτή η ρευστότητα πρέπει να αποσυρθεί γιατί θα ήταν πολιτικά προβληματικό να βγάζουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη οι τράπεζες τώρα που αυξάνεται το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ, αλλά και γιατί τα τεράστια πλεονάσματα ρευστότητας των τραπεζών δεν επιτρέπουν να περάσει αποτελεσματικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα η πολιτική αυξημένων επιτοκίων της ΕΚΤ.

Για να επιστρέψουν τα κεφάλαια των 2,1 τρισ., η ΕΚΤ έδωσε ένα ισχυρό κίνητρο στις τράπεζες: αύξησε το επιτόκιο δανεισμού στο 1,75% από τις 23 Νοεμβρίου, όσο ακριβώς είναι και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν πλέον οι τράπεζες να βγάζουν κέρδος από τη διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίων. Επιπλέον, έδωσε στις τράπεζες τρεις ευκαιρίες να επιστρέψουν πρόωρα τα δάνεια μέσα στον Νοέμβριο, τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο.

Σήμερα, άνοιξε το «παράθυρο Νοεμβρίου» για τις τράπεζες και τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν βιάζονται ιδιαίτερα να «ξεφορτωθούν» τη ρευστότητα από το TLTRO. Οι τράπεζες επέστρεψαν στην ΕΚΤ μόνο 296 δισ. ευρώ από τα 2,1 τρισ. που έχουν λάβει, δηλαδή το 14%. Σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη χαμηλότερο ήταν το ποσοστό των κεφαλαίων που επέστρεψαν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες είχαν αντλήσει 51 δισ. ευρώ.

Σε έρευνα του Bloomberg, αναλυτές είχαν εκτιμήσει ότι θα επιστρέφονταν 600 δισ. ευρώ, ενώ η ING περίμενε ότι θα επιστρέφονταν 400 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι τράπεζες περιμένουν να έχουν καλύτερη εικόνα, εντός του Δεκεμβρίου, για την πορεία προς το κλείσιμο της χρήσης, πριν επιστρέψουν το ρευστό στην ΕΚΤ. Αναλυτές εκτιμούν ότι στο επόμενο «παράθυρο» οι τράπεζες θα επιστρέψουν τουλάχιστον 900 δισ. ευρώ.

Θεωρητικά, η απόσυρση αυτής της ρευστότητας από το σύστημα της ευρωζώνης θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων στη διατραπεζική, αλλά και των τραπεζικών επιτοκίων δανείων και καταθέσεων. Ειδικά, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα, που παραμένουν «κολλημένα» κοντά στο μηδέν, το γεγονός ότι οι τράπεζες θα στερηθούν τα 51 δισ. της ΕΚΤ θα πρέπει να τις οδηγήσει να ανταμείψουν καλύτερα τους καταθέτες.

Παράλληλα, όσο αποσύρονται τα φθηνά δάνεια, για τα οποία οι τράπεζες έχουν δεσμεύσει στην ΕΚΤ ως εγγύηση ομόλογα, κρατικά και ιδιωτικά, θα πρέπει αυτά τα ενέχυρα να αποδεσμευθούν και να αρχίσουν να κυκλοφορούν στην αγορά, ώστε να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της έλλειψης ποιοτικών ενεχύρων για δανεισμό από τη διατραπεζική, που αντιμετωπίζει σήμερα η ευρωζώνη. Βέβαια, η αποδέσμευση αυτών των ομολόγων θα δημιουργήσει πίεση για αύξηση των αποδόσεων.

Όλα αυτά κινούνται, προς το παρόν, στη σφαίρα της θεωρίας και σίγουρα, ακόμη και όταν εμφανισθούν τα αποτελέσματα αυτής της πιο «σφιχτής» πολιτικής της ΕΚΤ δεν είναι πιθανό να δούμε μεγάλες αλλαγές. Και αυτό γιατί οι τράπεζες της ευρωζώνης «πνίγονται» στη ρευστότητα, έχοντας πλεονάζοντα αποθεματικά ύψους 4,7 τρισ. ευρώ, που δεν κάνουν εύκολη υπόθεση τη μεταφορά στο τραπεζικό σύστημα της αυστηρότερης πολιτικής από την ΕΚΤ.

Προς το παρόν, σήμερα τα επιτόκια κινήθηκαν στην αντίθετη κατεύθυνση από το αρχικά αναμενόμενο. Το βασικό βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της διατραπεζικής, το επιτόκιο ESTR διάρκειας μίας εβδομάδας, το οποίο μετρά το κόστος δανεισμού για τις τράπεζες, μειώθηκε μετά την ανακοίνωση της ΕΚΤ για την επιστροφή 296 δισ., όπως μειώθηκαν και οι αποδόσεις των διετών κρατικών ομολόγων της Ιταλίας, έστω και οριακά. Αυτές οι κινήσεις ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η αγορά είχε αρχικά προεξοφλήσει επιστροφή μεγαλύτερου ποσού.

Η επόμενη κίνηση για τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ με μέσα εκτός της αύξησης των επιτοκίων θα συζητηθεί τον Δεκέμβριο, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες θα κληθούν να εκτιμήσουν πόσο σύντομα θα προχωρήσουν στην αντιστροφή του Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού της ΕΚΤ, ύψους 3,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ.

Τα «γεράκια» του συμβουλίου πιέζουν για να αρχίσει η αντιστροφή του προγράμματος αγοράς ομολόγων το συντομότερο, ενώ στις κεντρικές τράπεζες των ασθενέστερων οικονομιών επικρατεί ανησυχία ότι με βιαστικές κινήσεις θα μπορούσαν να αυξηθούν απότομα τα κόστη δανεισμού των κρατών. Ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε πρόσφατα ότι η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ συνέβαλε στη μείωση του κόστους δανεισμού των ασθενέστερων οικονομιών ακόμη και κατά 8% και επισήμανε ότι θα πρέπει να γίνουν πολύ προσεκτικές κινήσεις σε αυτό το πεδίο.