Παγίδες για τους χιλιάδες μισθωτούς ενδεχομένως να υποκρύπτουν οι βεβαιώσεις αποδοχών που θα υποβληθούν ηλεκτρονικά από τους εργοδοτικούς φορείς στο taxsinet μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου και θα παραδοθούν και στους ίδιους τους μισθωτούς.
Η επίσπευση της έκδοσης των βεβαιώσεων αποδοχών ενισχύει και την προοπτική να ανοίξει νωρίτερα από κάθε φορά φέτος, η ηλεκτρονική πύλη του taxisnet, για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, με τους επιτελείς της ΑΑΔΕ να έχουν στόχο η ημερομηνία έναρξης των δηλώσεων να είναι στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου.
Όπως διευκρινίζει η σχετική απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή, στις βεβαιώσεις των αποδοχών θα αναγράφονται οι αμοιβές που καταβλήθηκαν το 2018, οι κρατήσεις που έγιναν για ασφαλιστικά ταμεία, ο φόρος που αναλογεί και ο φόρος που παρακρατήθηκε.
Οι εργοδότες θα παραδίδουν μία βεβαίωση αποδοχών στον μισθωτό, ο οποίος θα τη χρησιμοποιήσει για την υποβολή της φορολογικής του δήλωσης.
Ταυτόχρονα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις εκδιδόμενες βεβαιώσεις αποδοχών ή συντάξεων ή αμοιβών από επιχειρηματική δραστηριότητα και εισοδημάτων από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα φορολογικού έτους 2018, ο φόρος που παρακρατήθηκε επί αυτών καθώς και το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, ανεξάρτητα από την τήρηση απλογραφικών ή διπλογραφικών βιβλίων και από τον τρόπο ενημέρωσής τους (μηχανογραφικά ή χειρόγραφα), υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας και αποστέλλονται με τη μορφή ηλεκτρονικού αρχείου μέσω διαδικτύου (TAXISnet).
Με τα στοιχεία των αμοιβών, το taxisnet προσυμπληρώνει τις φορολογικές δηλώσεις των μισθωτών και των συνταξιούχων. Οι υπόχρεοι τσεκάρουν τα στοιχεία και ακολούθως υποβάλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις. Αυτή είναι η κανονική οδός και χωρίς εκπλήξεις.
Έλεγχος των βεβαιώσεων
Ωστόσο, οι μισθωτοί που θα παραλάβουν τις βεβαιώσεις των αποδοχών τους οφείλουν να τσεκάρουν το περιεχόμενό τους, γιατί μπορεί να τρέχουν και να μην φτάνουν, όπως συνέβη σε μια περίπτωση, που αποκάλυψε το Σin.
Συγκεκριμένα πρέπει να τσεκάρουν στην έντυπη βεβαίωση αν τα ποσά των αμοιβών που αναγράφει, είναι ίδια με εκείνα που εισέπραξαν και που αναγράφονταν στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής. Έλεγχο πρέπει να κάνουν και στα ποσά των αναλογούντων και παρακρατούμενων φόρων, για να επιβεβαιώσουν την ορθότητά τους.
Επίσης, όταν ανοίξει η εφαρμογή για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, θα πρέπει να μπουν στο σύστημα και να τσεκάρουν αν τα στοιχεία που δήλωσε ο εργοδότης τους στο taxisnet είναι τα ίδια με εκείνα των βεβαιώσεων αποδοχών και με τις αμοιβές που τους καταβλήθηκαν μέσω του τραπεζικού τους λογαριασμού. Στόχος είναι να αποφευχθούν λάθη και τρεχάματα στην εφορία.
Σε μία περίπτωση που αποκάλυψε το Σin, μία υπάλληλος δικαιώθηκε μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια, για μια λάθος βεβαίωση αποδοχών και ενώ αρχικά της καταλογίστηκε τριπλάσιος φόρος από τον κανονικό.
Η υπόθεση αφορά στη χρήση 2012 για την οποία υποβλήθηκε φορολογική δήλωση το έτος 2013. Η φορολογούμενη υπέβαλε τη δήλωσή της κανονικά και εμπρόθεσμα, στην οποία ανέγραψε ότι για το έτος 2012 το καθαρό φορολογητέο ποσό των αποδοχών της ανέρχεται σε 38.858,89 ευρώ, το ποσό φόρου που αναλογεί ανέρχεται σε 8.420,61 ευρώ, το ποσό φόρου που παρακρατήθηκε ανέρχεται σε 8.294,30 ευρώ και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης ανέρχεται σε 777,16 ευρώ.
Η Εφορία διασταύρωσε τα στοιχεία της φορολογούμενης με εκείνα που δήλωσε η εταιρεία στο taxisnet και διαπίστωσε τεράστια διαφορά. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που δήλωσε η εταιρεία στην συγκεκριμένη εργαζομένη καταβλήθηκαν καθαρές αποδοχές ύψους 38.858,89 ευρώ, το ποσό του αναλογούντος φόρου ανέρχονταν σε 2.533,60 ευρώ και το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου σε 2.495,60 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, σε βάρος της φορολογούμενης καταλογίστηκε κύριος φόρος εισοδήματος ποσού 5.787,01 ευρώ, πλέον ειδική εισφορά αλληλεγγύης 549,41 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό πληρωμής 6.336,42 ευρώ.
Η υπάλληλος διαμαρτυρήθηκε στη ΔΟΥ προσκόμισε τη βεβαίωση των αποδοχών από την εταιρεία αλλά και την κίνηση του τραπεζικού της λογαριασμού για το έτος 2012, από τα οποία προέκυπτε το πραγματικό ύψος των καθαρών αμοιβών και ήταν ίδιο με εκείνο που η ίδια δήλωσε, αλλά επειδή τα στοιχεία που δήλωσε η εταιρεία στην εφορία ήταν διαφορετικά, επέμεινε στον καταλογισμό του υψηλότερου φόρου.
Υπήρξε επίσης... πρόβλημα επικοινωνίας της εφορίας με την εταιρεία, γεγονός που δυσχέρανε την ταχεία επίλυση της υπόθεσης. Η μη ανταπόκριση της εταιρείας στα αιτήματα της εφορίας για την παροχή στοιχείων, θεωρήθηκε ύποπτη από τις φορολογικές αρχές. Αν η εταιρεία δήλωσε λιγότερο παρακρατούμενο και άρα αποδιδόμενο φόρο για το 2012, έχει συνέπειες και προφανώς ήθελε να τις αποφύγει, και για το λόγο αυτό κωλυσιεργούσε.
Έτσι στο πλαίσιο αυτό, και με αφορμή την υπόθεση της συγκεκριμένης υπαλλήλου, με τη διαφορά του πραγματικού παρακρατούμενου και δηλούμενου φόρου, διενεργήθηκε μερικός έλεγχος παρακρατούμενων φόρων και λοιπών φορολογιών από το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, και βρέθηκαν διαφορές στον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών και στην εισφορά αλληλεγγύης για την διαχειριστική περίοδο 1.01.2012 έως 31.12.2012, συνολικού ύψους 753.282,77 ευρώ (Φ.Μ.Υ. 679.122,37 ευρώ πλέον εισφορά αλληλεγγύης 74.160,40 ευρώ) πλέον των νομίμων προσαυξήσεων. Προφανώς ήταν γενικότερο το πρόβλημα και όχι μόνο με τη συγκεκριμένη υπάλληλο.
Κατόπιν αυτών η υπάλληλος προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών στις 31 Ιουλίου 2018 και η ΔΕΔ αποδέχτηκε στην προσφυγή της με την απόφασή της (4959/2018) που εκδόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2018.