Νέα αύξηση των χρεών των μεγαλο-οφειλετών της Εφορίας καταγράφηκε τον Ιανουάριο, ενώ το συνολικό χρέος προς το δημόσιο έφτασε πλέον στα 113 δισ. ευρώ, από 111,4 δισ. ευρώ, τον Δεκέμβριο και έπεται συνέχεια.
Λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί ο πόλεμος και ειδικά της ακρίβειας των καυσίμων και του ρεύματος, που απορροφά μεγάλο μέρος του οικογενειακού εισοδήματος, στο υπουργείο Οικονομικών φοβούνται για «τσουνάμι» απλήρωτων φόρων στους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, που αποκάλυψε η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιανουαρίου του 2022, διαμορφώθηκε στα 113 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 4,1 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται από:
- τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,3 δισ. ευρώ
- τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/2/2021 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 2,1 δις ευρώ,
- μείον τις εισπράξεις και διαγραφές 5,3 δις ευρώ.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ποσοστό 22,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 25 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης.
Κατά συνέπεια το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου ανέρχεται στα 87,9 δισ ευρώ την 1/2/2022, σημειώνοντας αύξηση κατά 3,1 δις ευρώ σε ετήσια βάση.
Από την ανάλυση του φακέλου των χρεών, διαπιστώνεται ότι μόνο το 51,1% των χρεών, που αντιστοιχεί σε 45 δισ ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.).
Το υπόλοιπο ποσό των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 28,2% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου ή 24,8 δισ. ευρώ.
Επίσης, εκτός από τα πρόστιμα, χαμηλή εισπραξιμότητα διαπιστώνεται και στις μη φορολογικές οφειλές, οι οποίες αποτελούν το 20,7% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 18,2 δισ. ευρώ.
Προκύπτει, δε, ότι βασική συνιστώσα των μη φορολογικών οφειλών είναι η κατηγορία των «δανείων» που αφορούν σε καταπτώσεις εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου.
Αναλύοντας περαιτέρω τις φορολογικές οφειλές που περιλαμβάνονται στο πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο (45 δισ. ευρώ), διαπιστώνεται ότι και σε αυτές συμμετέχουν οφειλές με χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Ειδικότερα:
- 8,9 δισ. ευρώ πηγάζουν από οφειλές αφερέγγυων οφειλετών (κυρίως πτωχών και υπό εκκαθάριση οφειλετών),
- 9,2 δις ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας.
Χρωστάνε πολλά οι μεγαλο-οφειλέτες
Μείωση του αριθμού των οφειλετών παρατηρείται στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ, κατά 4.874 ΑΦΜ, η οποία ωστόσο πηγάζει από τους οφειλέτες που οφείλουν μεταξύ 500 και 5.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, στο εν λόγω εύρος οφειλής παρατηρείται μείωση των οφειλετών κατά 8.695 πρόσωπα, η οποία συνοδεύεται από μείωση ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά 15,5 εκατ. ευρώ.
Αντίθετα, στις λοιπές κατηγορίες οφειλής διαπιστώνεται αύξηση τόσο στο πλήθος των οφειλετών, όσο και στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο.
Ειδικότερα στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 50 και 500 ευρώ, στην οποία συσσωρεύεται το 37% των οφειλετών, εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση στο πλήθος τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (κατά 59.061 οφειλέτες), η οποία ωστόσο συνοδεύεται από περιορισμένη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών (κατά 12,9 εκατ. ευρώ), καθώς στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται μόλις το 0,3% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 3,3 δισ ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 336 πρόσωπα.
Φυσικά οι συγκεκριμένοι μεγαλο-οφειλέτες έχοντας φροντίσει να οχυρωθούν, έναντι της Εφορίας είτε μεταβιβάζοντας έγκαιρα τις περιουσίες τους είτε με διάφορες άλλες μεθόδους, καταφέρνουν να ξεφεύγουν από τις κατασχέσεις της ΑΑΔΕ, τις οποίες, ωστόσο, δεν αποφεύγουν οι μικροοφειλέτες.