Το Βερολίνο δεν ξεχνά την καταψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών από τον Κυριάκου Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, ούτε το αντάρτικο κατά των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, επισημαίνει η Deutsche Welle.
Σε άρθρο της, ενόψει τη επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού την Πέμπτη στη γερμανική πρωτεύουσα, η DW, περιγράφει την εικόνα που έχουν οι Γερμανοί για την Ελλάδα και τη νέα κυβέρνηση, αλλά γίνεται και ανασκόπηση των σχέσεων της Καγκελαρίας, με τους πρώην πρωθυπουργούς Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από όσα γράφει η DW είναι πως υπάρχει μια καχυποψία για τη νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα και πριν την έγκριση του ελληνικού αιτήματος για τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2% του ΑΕΠ, θα πρέπει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, να δώσει απτά δείγματα γραφής.
Υπενθυμίζεται ότι στις 19 Ιουλίου η Άνγκελα Μέρκελ που είχε ερωτηθεί για την περίπτωση της Ελλάδας, είχε ξεκαθαρίσει ότι παρότι εκτιμά πως το οικονομικό πρόγραμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη στοχεύει στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας και στην απελευθέρωση του αναπτυξιακού δυναμικού, δεν πρόκειται να υπάρξει «έκπτωση» αναφορικά με το χρέος επειδή άλλαξε η κυβέρνηση στην Ελλάδα.
Θα πρέπει να δούμε τώρα ποιες εξελίξεις θα προκύψουν», δήλωσε, για να προσθέσει ότι «οι όποιες συζητήσεις για το ελληνικό χρέος θα γίνουν στην Κομισιόν και στο Eurogroup». Σε ότι αφορά τον κ. Μητσοτάκη «θα πρέπει να δούμε το τι θα πράξει και πως», απάντησε.
Το άρθρο της Deutsche Welle
Την Πέμπτη επισκέπτεται το Βερολίνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και πάλι ένας νεοδημοκράτης πρωθυπουργός. Ο τελευταίος ήταν ο Αντώνης Σαμαράς τον Σεπτέμβριο του 2014. Η επίσκεψη θεωρήθηκε αποτυχία. Παρ' ότι ο τότε έλληνας πρέσβης στη Γερμανία είχε έγκαιρα προειδοποιήσει το Μαξίμου για αυτό τον κίνδυνο, ο κ. Σαμαράς το αγνόησε.
Πίστευε ότι θα καταφέρει να κερδίσει τη στήριξη της Άνγκελα Μέρκελ στην αντιπαράθεση με την Τρόικα για ελαφρύνσεις. Τα επιχειρήματα και τα διαγράμματα που παρουσίασε η ελληνική αντιπροσωπεία δεν εντυπωσίασαν την καγκελάριο. Εκτίμησε ότι όπως και στο παρελθόν ο κ. Σαμαράς έδινε υποσχέσεις χωρίς αυτές να έχουν αντίκρισμα. Ο δε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου θα μπορούσε να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που είχε τόσο ανάγκη η Ελλάδα.
Η κ. Μέρκελ είχε κάνει την επιλογή της
Η καγκελάριος δεν μεταπείστηκε ούτε από το τελευταίο χαρτί του Αντώνη Σαμαρά: την κινδυνολογία ότι η άνοδος του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα οδηγούσε στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Το φόβητρο της Αριστεράς δεν προκαλούσε σε κανέναν στο Βερολίνο ανατριχίλα – παρά τα δημόσια «Go Back Mrs. Merkel» του Αλέξη Τσίπρα. Η καγκελάριος ήταν πολύ καλύτερα ενημερωμένη για την κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα και τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ απ’ ότι πιθανώς να υπέθετε ο κ. Σαμαράς.
Μετά τις εκλογές του 2012 το Βερολίνο διατηρούσε μέσω της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα και του τότε πρέσβη Βόλφγκανγκ Ντόλντ ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αποτέλεσμα αυτών των σχέσεων ήταν η συνάντηση Τσίπρα-Σόιμπλε για τα οικονομικά τις Ελλάδας τον Ιανουάριο του 2013 στο Βερολίνο.
Λίγες εβδομάδες πριν από την επίσκεψη του κ. Σαμαρά τον Σεπτέμβριο του 2014 πραγματοποιείται στο Βερολίνο μια ίσως σημαντικότερη συνάντηση. Με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Εργασίας και άλλοτε εκτελεστικού συμβούλου της ΕΚΤ Γιοργκ Άσμουσεν στελέχη των γερμανικών υπουργείων Οικονομικών και Οικονομίας συζητούσαν για ώρες στο υπουργείο Εργασίας (και όχι σε ρεστοράν όπως γράφτηκε) με τους Γιάννη Δραγασάκη, Γιώργο Σταθάκη αλλά και Γιώργο Χουλιαράκη. Οι γερμανοί τεχνοκράτες κυριολεκτικά "ανέκριναν" τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ για τις προθέσεις τους εφόσον αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Για μια ακόμη φορά το Βερολίνο διαπίστωνε ότι ο Σύριζα ούτε ανατρεπτική δύναμη συνιστούσε και ούτε στόχευε στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ως ένα σημείο μάλιστα η άνοδος του στην εξουσία θεωρούνταν ως ευκαιρία για την Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν πελατειακό κράτος, διαφθορά, στασιμότητα στις μεταρρυθμίσεις.
«Ο μικρός μαθαίνει γρήγορα»
Η σχέση του αριστερού Τσίπρα με τη συντηρητική Μέρκελ πέρασε τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κυριολεκτικά από σαράντα κύματα.
Αποκορύφωμα αυτής της θυελλώδους περιόδου ήταν η δραματική συνεδρίαση 17 ωρών της Συνόδου της Ευρωζώνης στις 12 και 13 Ιουλίου 2015 που ολοκληρώθηκε με την αποδοχή του Τρίτου Μνημονίου από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης. Την πιο άκαμπτη στάση στις διαπραγματεύσεις τήρησε η καγκελάριος.
Ενδεχομένως επειδή γνώριζε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός οπωσδήποτε ήθελε να αποφύγει το Grexit. Ήδη στις 23 Μαρτίου η κ. Μέρκελ είχε αξιοποιήσει την ευκαιρία της πρώτης επίσημης επίσκεψής του στο Βερολίνο για να «τεστάρει» τον Αλέξη Τσίπρα. Σχεδόν επτά ώρες διήρκεσαν εκείνη την ημέρα οι συνομιλίες στην καγκελαρία.
Η κ. Μέρκελ σχημάτισε στο τέλος την εντύπωση ότι ο συνομιλητής της επιχειρηματολογεί επί της ουσίας, ότι όντως έχει την πρόθεση να βγάλει τη χώρα του από την οικονομική κρίση, ότι θέλει μεταρρυθμίσεις, αλλά όμως δεν έχει κατανοήσει το τι σημαίνει να είσαι μέλος της Ευρωζώνης. Ενδεχομένως η «σύγχυση» του κ. Τσίπρα να της θύμισε τις αναζητήσεις που είχε και η ίδια ως Ανατολικογερμανίδα όταν έπεσε το Τείχος.
Όσο παράξενο και να ακούγεται - ήδη από αυτή την επίσκεψη τέθηκαν τα θεμέλια μιας λόγω πολιτικών καταβολών ετερογενούς μεν αλλά σταθερής συνεργασίας. Σε αυτό συνέβαλε η συνέπεια που επιδείκνυε ο κ. Τσίπρας στην υλοποίηση των μνημονιακών δεσμεύσεων αλλά και η ταχύτητα με την οποία προσαρμοζόταν στο ευρωπαϊκό juste milieu.
«Ο μικρός μαθαίνει γρήγορα» έλεγε σε συνεργάτες της η καγκελάριος. Βέβαια και η ίδια φρόντιζε να του δίνει συμβουλές του είδους ότι τα πιο σκληρά μέτρα θα πρέπει να τα πάρει στην αρχή. Η σύμπλευση στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος μετά την έξαρση των προσφυγικών ροών και πολύ περισσότερο η Συμφωνία των Πρεσπών ανέδειξαν τον Αλέξη Τσίπρα οριστικά σε αξιόπιστο εταίρο όχι μόνο της γερμανικής κυβέρνησης. Καθόλου λοιπόν τυχαίο που η Άνγκελα Μέρκελ επισκέπτεται την Αθήνα τον Ιανουάριο του 2019, σε μια περίοδο που τίθεται θέμα συνοχής της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και αναστολής περαιτέρω περικοπών στις συντάξεις. Η δήλωση της καγκελαρίου μετά την ήττα του κ. Τσίπρα ότι συνεργάστηκε μαζί του «πάρα πολύ καλά», ότι είχαν μια ανοιχτή και έντιμη σχέση εμπιστοσύνης δεν ήταν απλά μια δήλωση αβρότητας.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει δρόμο ακόμη
Οι εν δυνάμει προϋποθέσεις του κ. Μητσοτάκη για να αναπτύξει στενές σχέσεις με την κ. Μέρκελ είναι καλύτερες απ' αυτές που είχε ο Αλέξης Τσίπρας. Τόσο κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα τον Ιανουάριο όσο και αργότερα στο Βερολίνο η καγκελάριος εκφράστηκε θετικά για τις προγραμματικές θέσεις του προέδρου της ΝΔ σε θέματα μεταρρυθμίσεων και οικονομίας.
Η επιφυλακτικότητά της απέναντί του εξηγείται μεταξύ άλλων με την πρακτική της ΝΔ να καταψηφίζει ως αξιωματική αντιπολίτευση τα μέτρα των μνημονίων αλλά και τη σφοδρή απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, στην οποία τόσο είχε επενδύσει το Βερολίνο. Για τη Γερμανία δεν επρόκειτο για μια απλή συμφωνία, προκειμένου να λυθεί ένα πρόβλημα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Η επίλυση του ονοματολογικού θεωρούνταν πρωτίστως αναγκαία επειδή δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί η Βόρεια Μακεδονία στο ΝΑΤΟ και να παραμείνει σε ευρωπαϊκή τροχιά αποτρέποντας κατά αυτό τον τρόπο προσπάθειες της Ρωσίας, της Κίνας ή και της Τουρκίας να αυξήσουν την επιρροή τους σε αυτή τη χώρα.
Η διαβεβαίωση που έλαβε στο μεταξύ το Βερολίνο από τη νέα ελληνική κυβέρνηση ότι στην περίπτωση των Πρεσπών ισχύει η αρχή του pacta sunt servanda ήταν μια πρώτη σημαντική χειρονομία για την ανάπτυξη μιας σχέσης εμπιστοσύνης. Οπωσδήποτε δημιουργούν καλές εντυπώσεις οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που εξ αρχής έχει αναλάβει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Συνεπώς θα πρέπει να αναμένεται ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατά τη συνάντηση Μέρκελ-Μητσοτάκη θα είναι θετική. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να αναμένονται απτά αποτελέσματα. Πριν εβδομάδες η καγκελάριος κατέστησε σαφές πως το γεγονός ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική οικογένεια δεν σημαίνει ότι θα του κάνει «εκπτώσεις». Με άλλα λόγια, είπε ότι θα περιμένει πρώτα να δει το έργο του πριν καν εξετάσει τα ελληνικά αιτήματα, για παράδειγμα τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η στάση της κ. Μέρκελ είναι γνωστή στην Αθήνα.