Ο καύσωνας που έπληξε τις δυτικές ΗΠΑ και τον Καναδά στα τέλη Ιουνίου θα ήταν "σχεδόν αδύνατον" να έχει εμφανιστεί αν δεν υπήρχαν οι κλιματικές αλλαγές που έχει προκαλέσει ο άνθρωπος, ήταν το πόρισμα στο οποίο κατέληξε χθες ομάδα ερευνητών.
Οι επιστήμονες της World Weather Attribution, μια πρωτοβουλία που συσπειρώνει ειδικούς διαφόρων ερευνητικών ινστιτούτων στον κόσμο, κρίνουν ότι η κλιματική αλλαγή κατέστησε αυτό το καιρικό φαινόμενο κατά τουλάχιστον 150 φορές πιο πιθανό να προκληθεί.
"Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία, οι κλιματικές αλλαγές διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο", δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Φριντερίκε Ότο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία ήταν μία από τους ερευνητές που έκαναν την μελέτη αυτή.
Οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν ήταν τόσο αφύσικες σε σχέση με τις μέσες συνηθισμένες στην περιοχή αυτή που ήταν περίπλοκο για τους ερευνητές να υπολογίσουν με ποιο ρυθμό ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να συμβεί ξανά. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτούς, βάσει του σημερινού κλίματος, ένα τέτοιο κύμα καύσωνα θα μπορούσε στατιστικά να προκαλείται μία φορά κάθε 1.000 χρόνια.
Οι ερευνητές διευκρίνισαν εξάλλου ότι οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν ήταν κατά περίπου 2 βαθμούς Κελσίου πιο υψηλές από αυτό που θα ήταν αν αυτό το κύμα ακραίας ζέστης είχε προκληθεί στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης.
Τον περασμένο μήνα, ο Καναδάς κατέρριψε πολλές φορές το απόλυτό του ρεκόρ θερμοκρασιών, το οποίο καθορίστηκε τελικά στους 49,6 βαθμούς Κελσίου στο χωριό Λίτον στις 30 Ιουνίου.
Οι αμερικανικές πολιτείες Ουάσινγκτον και Όρεγκον βρέθηκαν επίσης κάτω από αυτόν τον "θόλο ζέστης", που προκλήθηκε από τις υψηλές πιέσεις που παγιδεύουν τον θερμό αέρα. Το κλιματικό αυτό φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο, αλλά ήταν πολύ πιο ισχυρό απ'ό,τι έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα.
Ο ακριβής απολογισμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους από αυτό δεν είναι ακόμη γνωστός, αλλά ανέρχεται το λιγότερο σε αρκετές εκατοντάδες.
Η World Weather Attribution ανέλυσε την πιθανή σχέση ανάμεσα σε ένα ακριβές ακραίο κλιματικό γεγονός και τις κλιματικές αλλαγές, υπολογίζοντας την πιθανότητα σε πολύ σύντομα διαστήματα να είχε προκληθεί ακόμη και χωρίς την απορρύθμιση του κλίματος που συνδέεται με τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Συνολικά 27 ερευνητές από 7 διαφορετικές χώρες μετείχαν στην ανάλυση.
"Ξηρασία"
Ο φετινός Ιούνιος ήταν ο πιο ζεστός για την Βόρεια Αμερική από τότε που άρχισαν οι μετρήσεις, είχε ανακοινώσει νωρίτερα χθες η ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus για τις κλιματικές αλλαγές (C3S).
Η θερμοκρασία ξεπέρασε κατά 1,2 βαθμό Κελσίου τον μέσο όρο της περιόδου 1991-2020, ήτοι ήταν 0,15 βαθμό πάνω από τον προηγούμενο πιο θερμό Ιούνιο για αυτήν την περιοχή το 2012.
Για τις εργασίες τους, οι ερευνητές της World Weather Atrribution μελέτησαν όσον αφορά αρκετές δεκαετίες τις μετρήσεις των θερμοκρασιών της πιο πυκνοκατοικημένης πληγείσας ζώνης, γύρω από τις αμερικανικές πόλεις Σιάτλ και Πόρτλαντ και το Βανκούβερ στον Καναδά.
Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν μαθηματικά μοντέλα για να συγκρίνουν το σημερινό κλίμα με αυτό του παρελθόντος, χρησιμοποιώντας μεθόδους που έχουν αξιολογηθεί από ομοτίμους.
Μια σειρά παραγόντων κατέστησε δυνατό το φαινόμενο αυτό, αλλά οι επιστήμονες υπογραμμίζουν κυρίως τον ρόλο της ξηρασίας που υπήρχε στην περιοχή αυτήν την άνοιξη. Το ξηρό έδαφος έχει ως αποτέλεσμα την ελάχιστη εξάτμιση νερού, η οποία θα επέτρεπε να περιοριστεί η ζέστη.
Για το μέλλον δύο σενάρια είναι πιθανά, σύμφωνα με τους ερευνητές. Το πρώτο είναι ότι μολονότι η κλιματική κρίση έχει ενισχυθεί και καταστήσει πολύ πιο πιθανό ένα τέτοιο γεγονός, αυτό παραμένει παρά ταύτα πολύ σπάνιο.
Η δεύτερη υπόθεση είναι πιο ανησυχητική: η γενική αύξηση των θερμοκρασιών θα μπορούσε να οδηγήσει στο να ξεπεραστεί ένα όριο, προκαλώντας μια εκθετική υπερθέρμανση πιο σημαντική από αυτό που προβλεπόταν μέχρι σήμερα και την οποία τα σημερινά κλιματικά μοντέλα δεν μπορούν να προβλέψουν.
Αυτός ο θόλος ζέστης "είναι κάτι που κανένας δεν είχε δει ότι ερχόταν, ούτε το θεωρούσε πιθανό. Έχουμε το αίσθημα ότι δεν κατανοούμε τα κύματα ζέστης τόσο πολύ όσο πιστεύουμε", εξηγεί ο Γκέερτ Γιαν Φαν Όλντενμποργκ, του Βασιλικού Μετεωρολογικού Ινστιτούτου της Ολλανδίας.
"Έκκληση για δράση"
Την ώρα που η θερμοκρασία στον κόσμο έχει ήδη αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1,1 βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα έχει στόχο να περιοριστεί αυτή η υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω των +2 βαθμών Κελσίου, ή δυνατόν στον +1,5 βαθμό.
Με μια υπερθέρμανση 2 βαθμών, η World Weather Attribution υπολόγισε ότι οι θερμοκρασίες στα τέλη Ιουνίου στις δυτικές ΗΠΑ θα ήταν ακόμη πιο αυξημένες κατά 1 βαθμό.
Ένα τέτοιο φαινόμενο θα είχε τότε πιθανότητα να επαναλαμβάνεται κάθε 5 με 10 χρόνια.
Οι επιστήμονες ζητούν δράση: θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προσαρμογής στις νέες συνθήκες, κυρίως συστήματα προειδοποίησης για κύματα καύσωνα για τους πληθυσμούς και η κατασκευή κατάλληλων κτιρίων.
Κυρίως όμως θα πρέπει μακροπρόθεσμα να μειωθούν με κάθε τίμημα οι εκπομπές των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, καταλήγουν.