Να διατηρούν αυστηρά κριτήρια δανειοδότησης ακόμη και για δάνεια σε επιχειρήσεις που δίνονται με κρατική εγγύηση και να ελέγχουν συνεχώς την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων που παίρνουν δάνεια εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού καλεί τις τράπεζες ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της ΕΚΤ, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να χρηματοδοτηθούν επιχειρήσεις «ζόμπι», δηλαδή όσες ήδη είναι μη βιώσιμες, ή το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μια νέα γενιά επιχειρήσεων «ζόμπι», λόγω των έκτακτων μέτρων παροχής ρευστότητας για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης.
Σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του SSM, ο εποπτικός μηχανισμός επιχειρεί να δώσει μια απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι οι έκτακτες χρηματοδοτήσεις που δίνονται για να ξεπερασθεί η πανδημία θα καταλήξουν είτε να ενισχύσουν οικονομικά και να κρατήσουν στη ζωή επιχειρήσεις που ήδη δεν ήταν βιώσιμες όταν ξέσπασε η νέα κρίση, ή να δημιουργήσουν μια νέα γενιά επιχειρήσεων «ζόμπι», δηλαδή επιχειρήσεων που μέσα στην κρίση έπαψαν να είναι βιώσιμες και διατηρούνται τεχνητά στη ζωή με τραπεζικά δάνεια.
Οι οδηγίες που δίνει ο SSM στις τράπεζες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διατήρηση αυστηρών κριτηρίων δανεισμού ακόμη και όταν χορηγούνται δάνεια με κρατικές εγγυήσεις, αλλά και για τη συνεχή παρακολούθηση των επιχειρήσεων από τις τράπεζες, ώστε να σχηματίζουν έγκαιρα προβλέψεις για πιθανές ζημιές από δάνεια, αποτελούν τις ασφαλιστικές δικλίδες που διασφαλίζουν, όπως υποστηρίζει ο SSM, ότι τελικά τα έκτακτα μέτρα παροχής ρευστότητας δεν θα δημιουργήσουν επιχειρήσεις «ζόμπι».
Όπως αναφέρει ο SSM, η σοβαρή διαταραχή που δημιούργησε η πανδημία «δυσχέρανε την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων, καθώς οι πηγές των εισοδημάτων τους εξαντλήθηκαν. Προκειμένου να βοηθήσουν αυτές τις επιχειρήσεις και, επομένως, να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας και την οικονομία συνολικά, η ΕΚΤ και οι εθνικές κυβερνήσεις θέσπισαν μέτρα για να στηρίξουν τη χορήγηση από τις τράπεζες δανείων προς τις επιχειρήσεις. Αυτά τα δάνεια βοηθούν τις υγιείς επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την κρίση».
«Οι επικριτές», σημειώνει ο SSM, «θέτουν το ερώτημα κατά πόσον τα μέτρα στήριξης που λάβαμε στηρίζουν ή δημιουργούν με τη σειρά τους επιχειρήσεις «ζόμπι» –επιχειρήσεις που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις δραστηριότητές τους με την πάροδο του χρόνου και διατηρούνται ζωντανές με τεχνητό τρόπο μέσω δανείων. Μήπως οι τράπεζες χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις που δεν θα είναι σε θέση να τα αποπληρώσουν; Μήπως αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εκτιναχθούν στα ύψη τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων»;
Σε αυτό το ερώτημα, οι απαντήσεις που δίνει ο SSM είναι σαφείς:
- Οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν άρτια πιστοδοτικά κριτήρια ακόμα και στη διάρκεια της κρίσης: Πολλές επιχειρήσεις που έχασαν τις πηγές του εισοδήματός τους λόγω των μέτρων καραντίνας έπρεπε να αντισταθμίσουν αυτήν την απώλεια ζητώντας δάνεια από τις τράπεζές τους. Οι κυβερνήσεις θέσπισαν συστήματα κρατικών εγγυήσεων προκειμένου να καταστήσουν ευκολότερη για τις τράπεζες τη χορήγηση χρηματοοικονομικής στήριξης προς τις επιχειρήσεις που πλήττονται. Χάρη σε αυτές τις εγγυήσεις οι τράπεζες ήταν σε θέση να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια από ό,τι θα μπορούσαν να χορηγήσουν σε διαφορετική περίπτωση. Χάρη σε αυτά τα δάνεια πολλές επιχειρήσεις μπόρεσαν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Μήπως όμως αυτό οδήγησε στις τράπεζες στο να χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις «ζόμπι»; Οι κανόνες που οι τράπεζες πρέπει να τηρούν πάντοτε όταν χορηγούν δάνεια ισχύουν και για τη χορήγηση δανείων με κρατικές εγγυήσεις: οι τράπεζες πρέπει πάντοτε να αξιολογούν τη φερεγγυότητα των πελατών τους, με άλλα λόγια την οικονομική τους κατάσταση και τον κίνδυνο μη αποπληρωμής των δανείων. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να χορηγούν δάνεια μόνο όταν θεωρούν ότι ο δανειολήπτης θα είναι σε θέση να τα αποπληρώσει. Οι κρατικές εγγυήσεις δεν μεταβάλλουν αυτόν τον κανόνα και, επομένως, δεν θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις τράπεζες να δανειοδοτούν επιχειρήσεις «ζόμπι». Η ΕΚΤ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν άρτια πιστοδοτικά κριτήρια.
- Οι τράπεζες πρέπει να αξιολογούν συνεχώς τη φερεγγυότητα των δανειοληπτών: Ένας άλλος κανόνας που πρέπει πάντοτε να τηρούν οι τράπεζες είναι να αξιολογούν συνεχώς τους κινδύνους που συνδέονται με τα δάνεια που έχουν ήδη χορηγήσει. Αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να εντοπίζουν σε πρώιμο στάδιο πότε οι δανειολήπτες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες και να βρίσκουν εγκαίρως κατάλληλες λύσεις για πελάτες που διαφορετικά είναι φερέγγυοι. Επιτρέπει επίσης στις τράπεζες να θέτουν στην άκρη αρκετά νωρίς επαρκείς ποσότητες κεφαλαίων προκειμένου να προστατευθούν από αναμενόμενες ζημίες –αυτό ονομάζεται καταγραφή «προβλέψεων για ζημίες». Ορισμένα μέτρα στήριξης έχουν δυσχεράνει την ικανότητα των τραπεζών να εντοπίζουν κατά πόσον ένας δανειολήπτης αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση. Συνήθως, η πιο προφανής ένδειξη είναι η μη καταβολή πληρωμών. Στη διάρκεια της κρίσης τράπεζες σε πολλές χώρες εξασφάλισαν σε δανειολήπτες αναστολή της πληρωμής των δανείων τους, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε στο πλαίσιο εθνικών αναστολών πληρωμής. Οι τράπεζες επομένως δεν μπορούν να αξιολογήσουν τον βαθμό επικινδυνότητας των δανειοληπτών με μηχανικό τρόπο και πρέπει να στηρίζονται σε πληροφορίες πιο ποιοτικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω, οι τράπεζες πρέπει να θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς αξιολόγησης κινδύνων και έγκαιρης προειδοποίησης.
- Προκειμένου οι επιχειρήσεις «ζόμπι» να εντοπίζονται σε πρώιμο στάδιο ή ακόμα και στη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ ζήτησε από τις τράπεζες να είναι επαρκώς ικανές να παρακολουθούν την κατάσταση των δανειοληπτών και των δανείων τους. Θα πρέπει επίσης να προσφεύγουν περισσότερο στην έμπειρη κρίση τους κατά τις αξιολογήσεις τους. Οι τράπεζες πρέπει επίσης να βελτιώσουν τις προετοιμασίες τους για αναμενόμενες ζημίες. Οι επαρκείς προβλέψεις για ζημίες θα πρέπει να συμβάλουν στον περιορισμό της αύξησης επισφαλών δανείων αμέσως μόλις λήξουν οι αναστολές πληρωμών.
- Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας προορίζονται ακριβώς για περιόδους κρίσης: Στην τρέχουσα κρίση οι τράπεζες αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα. Αφενός θα πρέπει να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τα δάνεια που χορηγούν. Αφετέρου οι αυξημένοι κίνδυνοι περιορίζουν την ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια δεδομένου ότι πρέπει να απορροφούν υψηλότερες ζημίες. Προκειμένου να βοηθήσει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, η ΕΚΤ τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που διαθέτουν, με άλλα λόγια τα κεφάλαια που έχουν θέσει στην άκρη για περιόδους κρίσης. Οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα αποθέματα ασφαλείας για να χορηγήσουν νέα δάνεια ή για να καλύψουν ζημίες από υφιστάμενα δάνεια. Σε συνδυασμό με τα άλλα μέτρα στήριξης, αυτό επέτρεψε στις τράπεζες να συνεχίζουν να χορηγούν δάνεια παρά τα αυξημένα επίπεδα κινδύνου. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιτράπηκε στις τράπεζες να κάνουν παραχωρήσεις ως προς τα πιστοδοτικά κριτήριά τους ή τη διαχείριση κινδύνων. Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι η οικονομική κατάσταση θα επιδεινωνόταν αν δεν επιτρεπόταν στις τράπεζες να χρησιμοποιήσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους. Εξάλλου οι τράπεζες σχηματίζουν κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας σε καλές εποχές ακριβώς για να μπορούν να τα χρησιμοποιούν σε κακές εποχές.
Το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει ο SSM είναι ότι προσφέρθηκε ζωτική βοήθεια στην οικονομία, όχι μηχανική υποστήριξη σε επιχειρήσεις «ζόμπι». Όπως εξηγεί, «τα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, οι κρατικές εγγυήσεις και οι αναστολές πληρωμών συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της συνολικής διαταραχής που προκάλεσε η κρίση του κορωνοϊού στην οικονομία. Παρείχαν ζωτική βοήθεια σε διαφορετικά υγιείς επιχειρήσεις των οποίων τα κεφάλαια εξαντλήθηκαν λόγω της κρίσης. Οι κανόνες διαχείρισης κινδύνων και οι προσδοκίες της ΕΚΤ που οι τράπεζες θα έπρεπε να ακολουθήσουν θα έπρεπε επίσης να αποτρέψουν αυτά τα μέτρα από την παροχή στήριξης σε επιχειρήσεις "ζόμπι". Αυτή η πρόθεση είναι βαθιά ριζωμένη στον σχεδιασμό των μέτρων στήριξης και στους εποπτικούς μηχανισμούς ασφαλείας. Επειδή όμως αυτά τα νέα μέτρα και ο όγκος των δανείων που χορηγήθηκαν είναι υψηλός, εξακολουθεί παρά ταύτα να παραμένει ο κίνδυνος να παραβλεφθεί η χορήγηση δανείων σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επομένως, οι συνδυασμένες προσπάθειες των τραπεζών, των ελεγκτών τους, των εποπτικών αρχών και των φορέων χάραξης πολιτικής εξακολουθούν να είναι απαραίτητες προκειμένου αυτός ο κίνδυνος να βρίσκεται υπό έλεγχο».