Μετά την αποδυνάμωση του ΣΔΟΕ, υπό κατάργηση φέρεται και η ΔΕΟΕ, το ελληνικό IRS, στόχος του οποίου είναι βασικά η καταπολέμηση της διακίνησης του μαύρου χρήματος, με μοχλό το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών.
Το τελευταίο διάστημα, η συγκεκριμένη υπηρεσία δέχεται επιθέσεις, από διάφορους κύκλους, ενώ έχουν υποβληθεί και εισηγήσεις-προτάσεις προς την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών για την κατάργηση της ή τον «αφοπλισμό» της.
Αιτία είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία «ενοχλεί» κάποιους έχοντες και επειδή, οι έλεγχοι που διεξάγει είναι κατά εντολήν των οικονομικών εισαγγελέων, οι οποίοι δρουν ανεξάρτητα.
Πρόκειται για τη φορολογική υπηρεσία υπό τον τίτλο, «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος» που συστάθηκε το 2018 στο υπουργείο Οικονομικών, με στόχο τη διενέργεια ειδικών ελέγχων επί σημαντικών φορολογικών υποθέσεων, αλλά και υποθέσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο υπάγονταν απευθείας στον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών. Όμως με το Π.Δ.84/17/7/2019, για τη σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων, η εποπτεία της ΔΕΟΕ μεταφέρθηκε από τον υπουργό Οικονομικών στην Γενική Γραμματεία Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας.
Η υπηρεσία λειτουργεί υπό την καθοδήγηση και συντονίζεται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Επίσης, σημαντικό είναι ότι μόνο ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος (και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον επικουρούν) έχει την αρμοδιότητα να παραγγέλλουν στη ΔΕΟΕ την διενέργεια ελέγχων, επί συγκεκριμένων ατόμων.
Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος της υπηρεσίας, να επιταχύνει τη διαλεύκανση υποθέσεων μαύρου χρήματος, οι οποίες προς ΔΕΟΕ διαβιβάζονταν στην ΑΑΔΕ, αλλά λόγω φόρτου εργασίας με άλλες υποθέσεις, καθυστερούσε σημαντικά η ολοκλήρωση των ερευνών.
Στο πλαίσιο αυτό, συγκροτήθηκε η νέα υπηρεσία η ΔΕΟΕ η οποία ασχολείται μόνο με υποθέσεις που αναθέτει ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.
Εδώ όμως αρχίζουν οι ενοχλήσεις των ελεγχόμενων. Ο ανεξάρτητος χαρακτήρας της υπηρεσίας και ο συντονισμός του έργου της από την Εισαγγελική Αρχή, δημιουργεί προβλήματα στους ελεγχόμενους, οι οποίοι επιχειρούν τον αφοπλισμό της.
Η κριτική που ασκείται στη ΔΕΟΕ, με επαναλαμβανόμενα δημοσιεύματα τους τελευταίους μήνες είναι για τις μεθόδους που χρησιμοποιεί και κυρίως ότι δεν ενημερώνει τους ελεγχόμενους για το περιεχόμενο των φακέλου της υπόθεσής τους, όπως και για τις καταγγελίες, με βάση τις οποίες διώκονται. Επίσης ότι είναι μία ακόμη «αχρείαστη» ελεγκτική υπηρεσία, μέσα στις πολλές που διαθέτει η ΑΑΔΕ.
Για την ιστορία πάντως, στους λίγους μήνες που λειτούργησε στα τέλη του 2018, ξεκίνησε τον έλεγχο σε 52 υποθέσεις ενώ από τις αρχές του 2019 έχει ξεκινήσει ελέγχους σε εκατοντάδες υποθέσεις.
Οι αρμοδιότητες της ΔΕΟΕ
Στο πλαίσιο των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων η ΔΕΟΕ, μόλις ολοκληρώσει την έρευνα, παραπέμπει φορολογικές υποθέσεις στην ΑΑΔΕ, προκειμένου να διερευνηθούν και να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις ή και να διωχθούν ποινικά οι ελεγχόμενοι.
Όμως προβλέπονται σύντομα και σαφή χρονικά περιθώρια εντός των οποίων ολοκληρώνει τον έλεγχο η ΑΑΔΕ. Ειδικότερα η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να «προβαίνει σε προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό φόρου εντός μηνός από τη διαβίβαση της πορισματικής έκθεσης της ΔΕΟΕ, των σχετικών εγγράφων και των προσκομισθέντων από τον ελεγχόμενο στοιχείων».
Σύμφωνα με τον νόμο, το προσωπικό της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του έχει την ιδιότητα των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων και κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν:
- Προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος,
- Λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων και κάθε άλλου υποχρεωτικού και προαιρετικού βιβλίου και στοιχείου που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων γίνεται στα γραφεία της Υπηρεσίας ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου.
- Καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και να παρέχει αντίγραφα μέρους των βιβλίων και στοιχείων ή οποιουδήποτε συναφούς εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων πελατολογίων και καταλόγων προμηθευτών και αντίγραφα των ηλεκτρονικών αρχείων, εφόσον αυτά εκδίδονται μηχανογραφικά.
- Ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου, στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στα μεταφορικά μέσα.
- Ενεργεί έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων που δεν ευρίσκονται στο χώρο της επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου.
- Λαμβάνει αντίγραφα των βιβλίων και στοιχείων, καθώς και λοιπών εγγράφων, για τα οποία ο ελεγχόμενος δηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ακριβή αντίγραφα. Οι διενεργούντες την έρευνα δύνανται να απαιτούν από τον ελεγχόμενο ή τον εκπρόσωπο του να παρίσταται στον τόπο, όπου διενεργείται ο έλεγχος, και να απαντά σε ερωτήματα που του τίθενται, ώστε να διευκολύνεται η διενέργεια της έρευνας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα βιβλία και στοιχεία τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, η υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε φυλασσόμενα αρχεία, καθώς και στα λογιστικά προγράμματα και τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί σε αυτά ενώ δικαιούται να λαμβάνει τα ηλεκτρονικά αρχεία σε αναγνώσιμη ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.
- Κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδεικτική αξία αυτών,
- Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, στο πλαίσιο εκτέλεσης παραγγελιών των εισαγγελικών λειτουργών, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η Α.Α.Δ.Ε. και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο αριθμό φορολογικού μητρώου. Η προαναφερθείσα πρόσβαση των ελεγκτών της Υπηρεσίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου.
- Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων.
- Η Υπηρεσία συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και δύναται να συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διϋπηρεσιακά όργανα. Με την επιφύλαξη και τους όρους του παρόντος νόμου, οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες, υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο.