Ο πανικός είναι κακός σύμβουλος, ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει καλά ο Λουίς ντε Γκουίντος, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και πρώην υπουργός Οικονομικών με παλαιότερη θητεία σε κορυφαίες θέσεις της Lehman Brothers. Πιστεύει ωστόσο ότι οι αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις τραπεζών στην πατρίδα του δεν αποτελούν ένδειξη πανικού, αλλά αντιθέτως τη μόνη συνετή αντίδραση για να θωρακιστούν τα πιστωτικά ιδρύματα σε ένα απειλητικό και διαρκώς ευμετάβλητο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο ήδη τα Big Data επελαύνουν, τα ψηφιακά νομίσματα απειλούν το μονοπώλιο των τραπεζών, τα αρνητικά επιτόκια ροκανίζουν τις καταθέσεις και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται συνεχώς μέσα στην κρίση της πανδημίας.
Όπως έκανε και το 2008 στο απόγειο της ευρω-κρίσης, έτσι και σήμερα η Ισπανία δίνει τον τόνο πανευρωπαϊκά στις συγχωνεύσεις τραπεζικών ιδρυμάτων. «Το 2009 είχαμε 55 πιστωτικά ιδρύματα, είμαστε ήδη στο τρίτο κύμα συγχωνεύσεων και θεωρώ ότι το 2021 θα μείνουν περίπου 10 με 12 στην αγορά», λέει ο τραπεζικός αναλυτής Άνχελ Μπαρμπέρο, για να συμπληρώσει ότι «εδώ και 20 χρόνια οι τράπεζες στην Ισπανία παίρνουν μέτρα για να ελαττώσουν το κόστος, επενδύουν στην τεχνολογία και μάλιστα θα έλεγα ότι προηγούνται κατά πολύ της εγχώριας βιομηχανίας στην ψηφιοποίηση, στη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης και στις εφαρμογές blockchain».
Τεχνολογική πρωτοπορία και αποδοτικότητα
Ο πυρετός των συγχωνεύσεων στην Ισπανία αποτελεί τονωτική ένεση και για τον τραπεζικό δείκτη στο Χρηματιστήριο, ο οποίος δεν διανύει και τις καλύτερες μέρες του, αλλά όπως λέει o Ρικάρντο Ζιόν, καθηγητής στο EAE Business School της Βαρκελώνης, «σε κανέναν άλλον κλάδο η αισιοδοξία δεν είναι τόσο απαραίτητη τη σήμερον ημέρα». Το πιο σημαντικό είναι ότι το ισπανικό κύμα συγχωνεύσεων πυροδοτεί παρόμοια σενάρια σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Ήδη προ ημερών ο επικεφαλής της Deutsche Bank Κρίστιαν Ζέβινγκ ζήτησε νέες συγχωνεύσεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό τοπίο. Και αυτό, παρότι μάλλον δεν θα εμπλεκόταν σε αυτές η δική του τράπεζα με χρηματιστηριακή αξία 19 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πρόσφατα η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (BBVA), η οποία αυτοδιαφημίζεται ως «η ψηφιακή τράπεζα για τον 21ο αιώνα», ενώ η εφαρμογή της για κινητά θεωρείται από αναλυτές του κλάδου η καλύτερη στον κόσμο, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να απορροφήσει την μικρότερη τράπεζα Banco Sabadell, δημιουργώντας το δεύτερο μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα σε ολόκληρη την Ισπανία. Εάν όντως συμβεί αυτό, οι δύο τράπεζες εξοικονομούν από κοινού 800 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, καταργώντας ωστόσο την ίδια στιγμή 6.000 θέσεις εργασίας.
Τα απαραίτητα κονδύλια έχουν εξασφαλιστεί μετά την πρόσφατη πώληση του δικτύου της BBVA στις ΗΠΑ, που απέφερε 9,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε άλλες περιπτώσεις η συγχώνευση αποτελεί τη μόνη λύση επιβίωσης, όπως για παράδειγμα για την Bankia, μία μάλλον ασταθή αλυσίδα επτά προβληματικών ταμιευτηρίων, την οποία απορροφά πλέον η Caixabank. Με 20 εκατομμύρια πελάτες το νέο σχήμα αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα της Ισπανίας. Προς το παρόν την πλειοψηφία στην Bankia διαθέτει το κράτος, αλλά ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ενέκρινε με προθυμία τα σχέδια συγχώνευσης και στηρίχθηκε στην απόφασή του αυτή από όλα τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. «Αυτή η συγχώνευση ήταν η καλύτερη είδηση που ακούσαμε εδώ και πολλά χρόνια», εκτιμά ο καθηγητής Οικονομικών Χαβιέ Μορίγιας. Κατά τα άλλα το οικονομικό περιβάλλον δεν υπόσχεται ευχάριστα νέα: ελέω πανδημίας η ύφεση για το 2020 εκτιμάται σε -11%, το δημόσιο χρέος σε 120% του ισπανικού ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του τραπεζικού ιδρύματος Funcas η ανεργία αναμένεται να σκαρφαλώσει στο 23%.
Τονωτική ένεση από τις Βρυξέλλες;
«Μόλις εξαντληθούν οι κρατικές επιχορηγήσεις στην οικονομία, μόλις σταματήσει η επιδοτούμενη εργασία και η αναστολή πληρωμών σε ενοίκια και δόσεις, τότε θα βρεθούμε μπροστά σε ένα τεράστιο πρόβλημα», προειδοποιεί αναλυτής της τράπεζας Bankinter. Η κυβέρνηση Σάντσεθ ελπίζει να συγκρατήσει την ύφεση αξιοποιώνας την οικονομική «ένεση» ύψους 140 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ευελιπιστεί να λάβει από τις Βρυξέλλες μόλις ενεργοποιηθούν τα συμπεφωνημένα, τα οποία ωστόσο καθυστερούν. Μέχρι τότε η Μαδρίτη θα στηριχθεί, όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα τουλάχιστον, σε ένα ταμείο ειδικού σκοπού, το Fondo de Reestructuración Ordenada Bancaria (FROB), μέσω του οποίου έχει ήδη διοχετεύσει 59 δισεκατομμύρια ευρώ στον άλλοτε ιδιαίτερα προβληματικό τραπεζικό τομέα της χώρας.
Επίσπευση συγχωνεύσεων λόγω ...πανδημίας
Στη Γερμανία δεν εκδηλώνεται αντίστοιχη προθυμία για την προώθηση συγχωνεύσεων. Αυτός είναι ο λόγος που η αποδοτικότητα των γερμανικών τραπεζών για το 2022 προβλέπεται να πέσει κάτω από τα επίπεδα του 2019, εκτιμά ο οίκος αξιολόγησης Moody’s. Σύμφωνα με τον δείκτη S & P Global Market Research η κερδοφορία του τραπεζικού κλάδου στη Γερμανία ανερχόταν σε 8,24 δισεκατομμύρια ευρώ και ήταν η χαμηλότερη ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, ενώ ήταν σαφώς υποδεέστερη της αντίστοιχης ισπανικής, που έφτασε τα 17,43 δισεκατομμύρια.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος: «Ο καταναλωτής θα έχει λιγότερες επιλογές το 2021 και το κόστος για τον τραπεζικό του λογαριασμό θα είναι τόσο υψηλό, ώστε μάλλον θα αναγκαστεί να καταφύγει σε εναλλακτικούς τρόπους πληρωμών», εκτιμά ο αναλυτής Ρικάρντο Ζίον. Και αυτό γιατί, μετά την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων συγχωνεύσεων, οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της Ισπανίας θα ελέγχουν από κοινού το 81% της αγοράς. Οι ίδιες οι τράπεζες πάντως αποδεικνύουν εδώ και 20 χρόνια ότι κατέχουν την τέχνη των συγχωνεύσεων, εντός και εκτός συνόρων. Όπως επισημαίνει ο τραπεζικός αναλυτής Άνχελ Μπαρμπέρο «ο,τιδήποτε εξαγοράζουν, αρχίζει να αποδίδει κέρδη σε μικρό χρονικό διάστημα. Σε διαφορετική περίπτωση απλώς τo ξεφορτώνονται, εξασφαλίζοντας ωστόσο ένα ικανοποιητικό αντάλλαγμα, όπως έγινε πρόσφατα με το αμερικανικό δίκτυο της BBVA».
Πηγή: DW