Τους φόβους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ότι θα έμεναν έξω από το τεράστιο δανειοδοτικό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης επιβεβαιώνει το σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, που τέθηκε σε διαβούλευση έως τις 28 Σεπτεμβρίου, για την αξιολόγηση επιλεξιμότητας επενδυτικών σχεδίων που θα χρηματοδοτηθούν με τα φθηνά δάνεια 12,7 δισ. ευρώ από το νέο ευρωπαϊκό ταμείο.
Το σχέδιο προβλέπει διαδικασίες και κριτήρια που ουσιαστικά καθιστούν απαγορευτική την πρόσβαση των ΜμΕ στα φθηνά δάνεια, ενώ ευνοεί περισσότερο τις μεγαλύτερες και οικονομικά πιο υγιείς επιχειρήσεις, οι οποίες ήδη έχουν όμως προνομιακή πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και στις αγορές ομολόγων.
Η βασική προϋπόθεση που τίθεται και θα δυσκολέψει σημαντικά την πρόσβαση ΜμΕ στα δάνεια είναι η προϋπόθεση να αξιολογούνται από ειδικούς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης (όπως η S&P και η Moody's, διεθνώς, ή η ICAP στη χώρα μας) οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση. Εναλλακτικά, την πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να κάνει η ίδια η τράπεζα, στην οποία θα υποβληθεί το επενδυτικό σχέδιο.
Δεδομένου ότι οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν ασθενή οικονομική θέση, η πιστοληπτική τους αξιολόγηση θα είναι μέτρια ή χαμηλή. Ακόμη και αν δεν «κοπούν» εξαρχής με αυτό το κριτήριο, οι ΜμΕ θα πρέπει να πληρώνουν «τσουχτερό» επιτόκιο για τα δάνεια, σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να γίνει απαγορευτική η άντληση χρηματοδότησης.
Το επιτόκιο δανεισμού, σύμφωνα με το σχέδιο, θα υπολογίζεται με βάση την πιστοληπτική αξιολόγηση και τις εξασφαλίσεις που θα προσφέρει η επιχείρηση. Έτσι, για παράδειγμα, μια επιχείρηση με κορυφαία αξιολόγηση και υψηλές εξασφαλίσεις θα μπορεί να παίρνει πολύ φθηνό δάνειο, με επιτόκιο μόλις 60 μονάδες βάσης πάνω από επιτόκιο βάσης που ορίζει η Κομισιόν.
Αντίθετα, όσο χειροτερεύει η αξιολόγηση και υποχωρεί η ποιότητα των εξασφαλίσεων, η προσαύξηση στο επιτόκιο ανεβαίνει και φθάνει, στη χειρότερη περίπτωση, για μια επιχείρηση με κακή πιστοληπτική αξιολόγηση και χαμηλές εξασφαλίσεις, στις 1.000 μονάδες βάσης, δηλαδή 10%. Σε αυτή την περίπτωση, προφανώς, είναι δώρο άδωρο για μια επιχείρηση η άντληση ενός δανείου, ακόμη και αν η τράπεζα κρίνει ότι οριακά θα μπορούσε να αντέξει τους υπέρογκους τόκους.
Ήδη το σχέδιο της κυβέρνησης προκαλεί έντονες πολιτικές αντιδράσεις. Ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ, Μ. Κατρίνης, κατηγόρησε σήμερα τον υπουργό Ανάτπυξης, Ά. Γεωργιάδη, ότι ουσιαστικά ομολόγησε πως το σχέδιο ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και αποκλείει τις μικρομεσαίες.
«Την ημέρα του ελληνικού εμπορίου διάλεξε ο κ. Γεωργιάδης για να ενημερώσει το 95% των ελληνικών επιχειρήσεων ότι βρίσκονται εκτός σχεδιασμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την επόμενη ημέρα», σημειώνει ο κ. Κατρίνης και προσθέτει:
- «Η ωμή παραδοχή του υπουργού Ανάπτυξης ότι τα 12,7 δισ. των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης σχεδιάστηκαν από την κυβέρνηση ώστε να μην έχουν πρόσβαση οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις -εκτός εάν εξαγοραστούν- ταιριάζει απόλυτα με την ‘’ανοχή’’ του υπουργού Οικονομικών στον αποκλεισμό του 95% των επιχειρήσεων από τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, παρά την φθηνή ρευστότητα από την ΕΚΤ και την αύξηση των καταθέσεων. Με το ιδιωτικό χρέος να διογκώνεται, τα ληξιπρόθεσμα σε εφορία και ταμεία να αυξάνονται κάθε μήνα και τον πτωχευτικό κώδικα να οδηγεί σε μαζικές ρευστοποιήσεις, πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σύντομα σε κλείσιμο, κάτι που γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση. Μετά τις τελευταίες δηλώσεις των υπουργών της ΝΔ, είναι σαφές ότι το επιθυμεί».