Τράπεζες

Κλεφτοπόλεμος των τραπεζών με τις προμήθειες: Γιατί δεν τις μειώνουν


«Κρυφτούλι» με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών παίζουν οι διοικήσεις των τραπεζών, σε ό,τι αφορά τις τραπεζικές προμήθειες, προχωρώντας σε επιλεκτικές μειώσεις προμηθειών ήσσονος σημασίας. Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανεβάσει στα ύψη τα έσοδά τους από προμήθειες τα τελευταία χρόνια, με μια αύξηση της τάξεως του 50% από το 2019.

Μέχρι στιγμής, η μοναδική συστημική τράπεζα που έχει εφαρμόσει (από τις 23 Δεκεμβρίου) μειώσεις σε προμήθειες, προχωρώντας σε σχετική ανακοίνωση, είναι η Τράπεζα Πειραιώς. Όμως, από τις μειώσεις που έγιναν από την Πειραιώς και εκ του γεγονότος ότι στην ίδια λογική θα κινηθούν όλες οι συστημικές τράπεζες, γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει πρόθεση να «πειράξουν» προμήθειες που επιβαρύνουν υπέρμετρα τους συναλλασσόμενους για απλές τραπεζικές εργασίες της καθημερινότητας.

Θα μειώσουν επιλεκτικά ορισμένες προμήθειες ήσσονος σημασίας, ή προμήθειες όπου κάθε τράπεζα ενδεχομένως να ακολουθούσε μια πολιτική υπερβολικής τιμολόγησης, η οποία απλώς διορθώνεται για να ευθυγραμμισθεί με τις χρεώσεις των άλλων τραπεζών.

Κινήσεις εντυπώσεων

Για παράδειγμα, η Τράπεζα Πειραιώς κατήργησε τις χρεώσεις για μεταφορά ποσών μέσω του συστήματος IRIS (διατραπεζικό σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών που έχει αναπτύξει η ΔΙΑΣ) και για ποσά μέχρι 500 ευρώ. Αυτή η κατάργηση χρέωσης θα φαινόταν ως μια γενναιόδωρη κίνηση προς τους συναλλασσόμενους, αν αυτές οι συναλλαγές δεν παρέχονταν ήδη δωρεάν από τις συστημικές τράπεζες.

Η Πειραιώς προχώρησε, επίσης, σε μηδενισμό των χρεώσεων για την αξιολόγηση αιτημάτων στεγαστικών δανείων και για την  αγορά χρεογράφων, δύο κατηγορίες προμηθειών από τις οποίες, ούτως ή άλλως, τα έσοδα των τραπεζών είναι ελάχιστα. Μείωσε κατά 25-50% τις προμήθειες για πληρωμή λογαριασμών (ήταν οι ακριβότερες της αγορές), για την πάγια συνδρομή πιστωτικής κάρτας, για πάγιες εντολές εξόφλησης λογαριασμών και για τα εξερχόμενα εμβάσματα εκτός ευρωζώνης που γίνονται σε κατάστημα.

Οι... "ιερές αγελάδες"

Είναι φανερό ότι οι τράπεζες θέλουν να αποφύγουν να θίξουν τις… ιερές αγελάδες των προμηθειών τους, δηλαδή πρωτίστως τις αδιανόητα υψηλές προμήθειες για καθημερινές συναλλαγές, όπως η μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμών διαφορετικών τραπεζών, ή η ανάληψη χρημάτων από ATM διαφορετικής τράπεζας. Το υπουργείο Οικονομικών είχε εντοπίσει συνολικά 12 προμήθειες που θεωρεί ότι έχουν υπερβολική τιμολόγηση, για τις οποίες οι τράπεζες δείχνουν ελάχιστη προθυμία να προχωρήσουν σε ουσιαστικές κινήσεις ελάφρυνσης του κόστους για τους συναλλασσόμενους:

1. Προμήθεια εισερχόμενου εμβάσματος,
2. Προμήθεια εξερχόμενου εμβάσματος (χρέωση για μεταφορά χρημάτων από τον λογαριασμό μίας τράπεζας σε λογαριασμό άλλης τράπεζας εσωτερικού),
3. Προμήθεια αποστολής χρημάτων (έμβασμα) σε τράπεζες εκτός ευρωζώνης,
4. Προμήθεια ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας,
5. Συνδρομή πιστωτικής κάρτας,
6. Προμήθεια επανέκδοσης χρεωστικής/πιστωτικής κάρτας λόγω λήξης και λόγω κλοπής, απώλειας ή φθοράς,
7. Προμήθεια για πληρωμή λογαριασμών (ΔΕΚΟ, κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.),
8. Προμήθεια έκδοσης αντιγράφων κίνησης λογαριασμών/δανείων/πιστωτικών καρτών,
9. Έξοδα αξιολόγησης αιτημάτων δανείων,
10. Έξοδα νομικού και τεχνικού ελέγχου αιτημάτων δανείων,
11. Έξοδα συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες στο εξωτερικό (επιβάρυνση για τη μετατροπή συναλλαγών εξωτερικού σε ευρώ),
12. Προμήθεια για αγορά χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου.

Βασικός πυλώνας της κερδοφορίας οι προμήθειες

Η διστακτικότητα των τραπεζών να θίξουν τις προμήθειες δεν είναι τυχαία. Τα καθαρά έσοδά τους από τόκους εξακολουθούν να μειώνονται (-3,7% στο 9μηνο του 2022, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική) και πλέον οι προμήθειες αποτελούν βασικό πυλώνα των εσόδων τους, μαζί με τα κέρδη από συναλλαγές στις αγορές, τα οποία όμως έχουν έκτακτο χαρακτήρα.

Όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, σχολιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα 9μήνου 2022 των τραπεζών, «τα λειτουργικά έσοδα αυξήθηκαν, καθώς η μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους  αντισταθμίστηκε από τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες (προμήθειες, έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα)».

Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα καθαρά έσοδα από προμήθειες εκτινάχθηκαν από 1,088 δισ,. ευρώ στο 9μηνο του 2021 στα 1,272 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 17%. Εντυπωσιακή είναι η αύξηση των εσόδων από προμήθειες τα τελευταία χρόνια: στο 9μηνο του 2019, ανέρχονταν μόλις σε 867 εκατ. ευρώ, δηλαδή έχουν αυξηθεί κατά 46,7% στο 9μηνο του 2022.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, υπερασπίζεται την πολιτική των τραπεζών για την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, τονίζοντας ότι αποτελούν μικρό ποσοστό των συνολικών εσόδων τους, σε σχέση με τα δεδομένα της Ευρωζώνης. Όπως τόνισε (στον ΣΚΑΪ):

«Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Οι προμήθειες των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των εσόδων τους σε σύγκριση με την Ευρωζώνη είναι πολύ μικρές. Ξέρω ότι ίσως να μην αρέσει σε πολλούς, αλλά εγώ είμαι εδώ και η Τράπεζα της Ελλάδος είναι εδώ για να λέει την πραγματικότητα. Είναι ένας μύθος ότι οι τράπεζες έχουν υπερκέρδη και δη ότι έχουν υπερκέρδη από προμήθειες. Σαφώς θα πρέπει να κάνουν το καλύτερο δυνατό να μειώσουν τις προμήθειες όπου μπορούν. Για παράδειγμα είπα, να εισάγουν το σύστημα IRIS από τη ΔΙΑΣ. Να κοιτάξουν πώς μπορούν να αυξήσουν άλλα έσοδα, πώς να τα διασπείρουν περισσότερο, σε περισσότερες δραστηριότητες, αλλά δεν είναι αλήθεια όμως ότι οι ελληνικές τράπεζες πλημμυρίζουν από προμήθειες».

Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης αντλούν πολύ μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από προμήθειες, σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες. Για παράδειγμα, στοιχεία α’ εξαμήνου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ δείχνουν ότι τα έσοδα από τόκους είναι για τις ελληνικές τράπεζες τριπλάσια από τα έσοδα από προμήθειες, ενώ στη Γερμανία και στη Γαλλία τα έσοδα από τόκους είναι μόνο 26-27% περισσότερα από τα έσοδα από προμήθειες.

Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα και η σημαντικότερη διαφορά των ελληνικών τραπεζών από τις ευρωπαϊκές είναι ότι δεν αντλούν προμήθειες από μεγάλο φάσμα συναλλαγών και αντλούν υπερβολικά έσοδα από χρεώσεις σε καθημερινές συναλλαγές ρουτίνας. Για παράδειγμα, οι τράπεζες της Ευρώπης έχουν υψηλά έσοδα από προμήθειες που προέρχονται από διαχείριση περιουσίας, πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων (bancassurance), συμβουλευτικές υπηρεσίες κ.α., τομείς που έχουν μείνει… υπανάπτυκτοι στην ελληνική αγορά, με αποτέλεσμα το βάρος των χρεώσεων να μεταφέρεται σε συναλλαγές ρουτίνας.