Περιορισμένες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, από 2,7% έως 3,4%, προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος που υποστηρίζει ότι με την εν λόγω αύξηση επηρεάζονται και τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια. Μάλιστα, θεωρεί ότι οι μισθοί που βρίσκονται κοντά στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα (π.χ., 800-900 ευρώ) θα δεχτούν πίεση για ανάλογη αύξηση.
Με τη διαδικασία της διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών φορέων και της Πολιτείας να είναι σε πλήρη εξέλιξη, όλες οι πλευρές φαίνεται να συγκλίνουν στο σκέλος της αύξησης που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση να ισχύσει από την 1η Μαΐου.
Ωστόσο, υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις ως προς το ποσοστό της αύξησης, με την πλευρά της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ) να βρίσκεται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τους εκπροσώπους των κλάδων των επιχειρήσεων. Ακριβέστερα, υπόμνημα προτάσεων προς το υπουργείο Εργασίας υποχρεώνονται να υποβάλουν η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τα Ινστιτούτα των Εμπόρων (ΙΝΕΜΥ - ΕΣΕΕ), των επαγγελματοβιοτεχνών (ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ), της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ), του τουρισμού (ΙΝ - ΣΕΤΕ), το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ, το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) και ο ΟΑΕΔ.
Την επιδότηση εισφορών ζητούν οι εργοδοτικές οργανώσεις, προκειμένου να αμβλυνθεί το βάρος του μισθολογικού κόστους, όπως προκύπτει από τα πορίσματα για τον κατώτατο μισθό που υπέβαλαν οι επιστημονικοί φορείς στο υπουργείο Εργασίας.
Συγκεκριμένα στις εισφορές εστιάζει το ΙΟΒΕ στο πόρισμά του υποστηρίζοντας ότι παραμένουν υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άρα, οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να προσαρμοστούν με αντίστοιχες παρεμβάσεις ώστε να μειωθούν οι εισφορές. Η πρόταση του ΙΟΒΕ είναι να υπάρξει ήπια αύξηση. Με τη θέση αυτή δείχνει να συμπλέει και το ΚΕΠΕ, που κάνει λόγο για «όχι υπερβολικά μεγάλη» αύξηση.
Σύμφωνα με το υπόμνημα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕΕ το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο σε Αυτοκίνητα, Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο ανήλθαν το 2021 σε 31,9%, 21,5% και 32,1% αντίστοιχα. Οι επιδόσεις αυτές κυμαίνονται κοντά στον εθνικό μέσο όρο.
Το Ινστιτούτο της ΕΣΕΕ προτείνει γενναιόδωρη αύξηση στον κατώτατο μισθό με το σκεπτικό ότι το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα θα κατευθυνθεί στην κατανάλωση. Όπως αναφέρει, «πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και το ποσοστό του πληθωρισμού θα πρέπει να αποτελέσει βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης».
Όπως σημειώνει, οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις έχουν επίπτωση κυρίως στα φτωχότερα νοικοκυριά και περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημά τους. Κατά μέσο όρο, τα νοικοκυριά συνολικά δαπανούν το 51% του εισοδήματός τους σε τρεις κατηγορίες δαπάνης (Στέγαση, Διατροφή και Μεταφορές), με το ποσοστό του εισοδήματος να εκτινάσσεται σε 64% για τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Υψηλή επιβάρυνση από τις εισφορές
Όσον αφορά την επιβάρυνση της εμπορικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές εισφορές, το υπόμνημα επισημαίνει πως η επιβάρυνση μιας επιχείρησης είναι κατά πολύ υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση που λαμβάνει ως τελικό πληρωτέο ο εργαζόμενος, αφού ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλλει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη αλλά και εργαζομένου).
Ενδεικτικά αναφέρει ότι για καθαρές αποδοχές μισθωτού στα 664,3 ευρώ, οι μικτές αποδοχές του είναι αυξημένες κατά 109,2 ευρώ, λόγω εισφοράς εργαζόμενου στο ΙΚΑ, και φτάνουν στα 773,5 ευρώ. Όμως η τελική επιβάρυνση ανά μήνα για την επιχείρηση είναι πολλαπλάσια, ακριβέστερα κατά 174,3 ευρώ αυξημένη, ποσό που αντιστοιχεί στις εργοδοτικές εισφορές. Το ΙΝΕΜΥ - ΕΣΕΕ προτείνει αύξηση στα όρια του πληθωρισμού.
Το ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι είναι πολύ σημαντική η επίδραση των αυξήσεων στις κατώτατες αποδοχές, σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας που έχουν δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την υγειονομική κρίση. Ενδεικτικά αναφέρεται η εστίαση, καθώς εκτιμάται ότι πάνω από 6 στους 10 εργαζόμενους του εν λόγω κλάδου (65,4%), θα τύχουν ανάλογης προσαρμογής των αποδοχών τους, λόγω της αύξησης που προωθείται. Γι’ αυτό και προτείνει αύξηση στα επίπεδα του πληθωρισμού.
Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του ΙΝ-ΣΕΤΕ, που εκτιμά ότι μια ενδεχόμενη αύξηση κατά 4% στις κατώτατες αποδοχές θα επιφέρει ανάλογη αύξηση κατά 5% στους απασχολούμενους του κλάδου του τουρισμού. Η πρόταση του Ινστιτούτου είναι η όποια αύξηση να κυμανθεί από 5% έως 6%.
Το ΕΙΕΑΔ, αντίθετα, θεωρεί ότι οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 7%. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε το Ινστιτούτο, προκύπτει ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ τον μήνα, δηλαδή πριν από την αύξηση κατά 2% που δόθηκε την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, αντιστοιχεί στο 51,5% του μέσου μισθού της χώρας.
Ο ΟΑΕΔ εστιάζει την τοποθέτησή του στο σκέλος της επιβάρυνσης που θα έχει ο Οργανισμός, λόγω αύξησης των επιδομάτων, που θα επιφέρει η αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού. Ακριβέστερα, στο ενδεχόμενο που συμφωνηθεί αύξηση 1%, τότε η επιβάρυνση θα είναι 14,7 εκατ. ευρώ, ενώ φτάνει στα 88 εκατ. ευρώ ετησίως για αύξηση 6%.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ προτείνει τη μεγαλύτερη αύξηση απ’ όλους τους επιστημονικούς φορείς, στο 13,5%. Μια αύξηση που εκτιμάται ότι θα στηρίξει τα νοικοκυριά που ταλαιπωρούνται αυτή την περίοδο λόγω ακρίβειας.