Την ανησυχία της για τη χαμηλή ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων εκφράζει η Κομισιόν στη 12η έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας, σημειώνοντας την πολύ μεγάλη και αυξανόμενη συμμετοχή των αναβαλλόμενων φόρων στα κεφάλαια, που έχουν φθάσει πλέον να αντιστοιχούν σχεδόν στα 3/4 των βασικών κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών.
Οι τιτλοποιήσεις για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων συνεχίζουν να «καίνε» κεφάλαια των τραπεζών. «Η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να επηρεάζεται από το κόστος της σημαντικής εξυγίανσης των ισολογισμών, αλλά υποστηρίζεται από
δράσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων», σημειώνεται στην έκθεση.
Οι μέσοι δείκτες των πρωτοβάθμιων και των συνολικών κεφαλαίων μειώθηκαν στο τέλος του πρώτου εξαμήνου από 13,6% σε 12,5% και από 15,6% σε 15%, αντίστοιχα. Ωστόσο, θετική ήταν η επίδραση από την επιτυχή ολοκλήρωση, στις αρχές Ιουλίου, αύξησης κεφαλαίου ύψους 800 εκατ. ευρώ (σ.σ.: από την Alpha Bank). Η Κομισιόν σημειώνει επιπλέον ότι τις προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διευκολύνει η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου, που θα επιτρέψει στις τράπεζες να αποφύγουν αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου, στην περίπτωση που εμφανίσουν ζημιές και δεν είναι δυνατή η απόσβεση αναβαλλόμενης φορολογίας.
Παρότι η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών παραμένει πάνω από την εποπτική απαίτηση, τονίζει η Κομισιόν, δεν παύει να είναι μία μία από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά την ποιότητα των κεφαλαίων, τονίζεται ότι:
- Η κακή ποιότητα των κεφαλαίων εξακολουθεί να αποτελεί ανησυχία λόγω του υψηλού μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στο κεφάλαιο των τραπεζών, που ανήλθε στο 74% των πρωτοβάθμιων κεφαλαίων το δεύτερο τρίμηνο του 2021, από 59% στο τέλος του 2020.
Ουσιαστικά, δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών κεφαλαίων αντιστοιχεί σε απαιτήσεις που έχουν έναντι του Δημοσίου για την επιστροφή φόρων σε μελλοντικό χρόνο, δηλαδή πρόκειται για ένα είδος κεφαλαίου που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απορρόφηση ζημιών.
Για την πορεία των τραπεζών μέσα στο 2021, η Κομισιόν σημειώνει ότι οι μεγάλες προβλέψεις που σχηματίζονται για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων με τιτλοποιήσεις δανείων οδήγησαν το τραπεζικό σύστημα σε ζημιές το β' τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, στο μέλλον, οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιτρέψουν στις τράπεζες να μειώσουν το κόστος κινδύνου, δηλαδή τις προβλέψεις ως ποσοστό του συνόλου των δανείων, και να απελευθερώνουν χώρο στους ισολογισμούς τους για νέο δανεισμό, ώστε να υποστηρίξουν τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία τους.
Η έκθεση σημειώνει τη μεγάλη μείωση του μέσου δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 20,3%, από 30,1% στο τέλος του 2020 και 40,6% στο τέλος του 2019, υπογραμμίζοντας όμως ότι εξακολουθεί να διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα στη ζώνη του ευρώ. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, στις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των Θεσμών, εξέφρασαν εμπιστοσύνη για την επίτευξη του στόχου μονοψήφιων δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων το αργότερο έως το τέλος του 2022.
Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν καταγράφονται μεγάλου ύψους νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω της πανδημίας, καθώς μόνο το 7% των δανείων που πέρασαν σε αναστολή έγιναν κόκκινα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, όπως σημειώνει η Κομισιόν, τονίζοντας πάντως ότι εξακολουθούν να εφαρμόζονται διάφορα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών, κάτι που σημαίνει ότι ο πλήρης αντίκτυπος της πανδημίας στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών θα εμφανισθεί το 2022.
Καθυστερεί κι άλλο ο Φορέας Απόκτησης Ακινήτων
Σε ό,τι αφορά τα θεσμικά μέτρα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η Κομισιόν επισημαίνει τη μεγάλη καθυστέρηση στην ίδρυση του Φορέα Απόκτησης Ακινήτων, ο οποίος θα αγοράζει και θα επαναμισθώνει σε οικονομικά ευάλωτους δανειολήπτες τα σπίτια που θα χάνουν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
Η διαδικασία του διαγωνισμού για τον νέο Φορέα έχει καθυστερήσει περαιτέρω, τονίζεται στην έκθεση και δεν αναμένεται πλέον να ολοκληρωθεί νωρίτερα από τα μέσα Δεκεμβρίου 2022, δηλαδή με καθυστέρηση εννέα μηνών σε σύγκριση με την προηγουμένως συμφωνηθείσα ημερομηνία (τέλη Μαρτίου 2022). Η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος αναμένεται έως τις 15 Δεκεμβρίου 2021 και η προεπιλογή των επιλέξιμων υποψηφίων έως τα μέσα Φεβρουαρίου 2022, ενώ θα ακολουθήσει διεξαγωγή ανταγωνιστικού
διαλόγου και η υποβολή προσφορών.