Οικονομία

«Καμπανάκι» Κομισιόν για το «πάγωμα» επενδύσεων


Την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να εκτελέσει το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων σχολιάζει επικριτικά η Κομισιόν, επισημαίνοντας μάλιστα ότι αυτό το πρόβλημα μπορεί να επηρεάσει τις συζητήσεις για το ελληνικό αίτημα να αξιοποιηθούν για χρηματοδότηση επενδύσεων οι επιστροφές κερδών από τις κεντρικές τράπεζες.

Όπως τονίζει η Κομισιόν στη νέα, πέμπτη κατά σειρά έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, ενώ το 2019 η Ελλάδα πέτυχε με το παραπάνω το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, καταγράφηκε πολύ μεγάλη αστοχία στην εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που ήταν κατά 1,1% του ΑΕΠ μικρότερο από τον αρχικό προγραμματισμό. Δηλαδή, σε απόλυτα ποσά η αστοχία στις επενδύσεις ήταν της τάξεως των 2 δισ. ευρώ.

Η Κομισιόν τονίζει ότι η κυβέρνηση έχει αρχίσει την εφαρμογή ενός σχεδίου δράσης για να παρακολουθείται καλύτερα η εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το σχέδιο αυτό αναμένεται να φέρει αποτελέσματα ως το τέλος του 2021.  Σημειώνεται, επίσης, ότι θα δημιουργηθεί μια νέα διαδικασία προετοιμασίας των επενδυτικών έργων, αλλά αυτό βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.

Η συζήτηση αυτή δεν έχει μόνο θεωρητική αξία, αφού η Κομισιόν τη συνδέει με την ικανοποίηση ενός πολύ σημαντικού αιτήματος της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της προσπάθειας να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για ελαφρύνσεις και παροχές. Τον Ιούνιο, αναμένεται να αποφασίσει το Eurogroup αν θα επιτρέψει στην Αθήνα να χρησιμοποιήσει τη δόση των 640 εκατ. ευρώ από επιστροφές κερδών των κεντρικών τραπεζών για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και αυτό θα γίνει στη βάση της εισήγησης της Κομισιόν, που θα υποβληθεί στο πλαίσιο της επόμενης, έκτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης.

Προβληματισμός στις Βρυξέλλες 

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου, ότι η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αποτελεί μια αυξανόμενη ανησυχία στο πλαίσιο της τεχνικής επεξεργασίας του αιτήματος της Ελλάδας για την αξιοποίηση των επιστρεφόμενων κερδών (SMP-ANFA) για συμφωνημένες επενδύσεις.

Ουσιαστικά, αυτή η αναφορά συνοψίζει το βασικό στοιχείο προβληματισμού που αναπτύσσεται στις Βρυξέλλες, αλλά και στα υπουργεία Οικονομικών των κρατών της ευρωζώνης, ενόψει της συζήτησης του ελληνικού αιτήματος: Αν η Ελλάδα δεν καταφέρνει καν να εκτελέσει τα επενδυτικά προγράμματα του προϋπολογισμού της και έχει συνεχώς μεγάλες αστοχίες, τότε γιατί χρειάζεται να κατευθύνει περισσότερα κονδύλια σε επενδυτικά προγράμματα, αντί να τα χρησιμοποιήσει για τη μείωση του χρέους, όπως είναι και η βασική πρόβλεψη της απόφασης Ιουνίου 2018 του Eurogroup;

Σε αυτό το πλαίσιο, ο μόνος σοβαρός λόγος για να εγκριθεί το ελληνικό αίτημα μάλλον είναι πολιτικού χαρακτήρα: δεδομένου ότι υπάρχουν πολύ σοβαρές δυσκολίες στην έγκριση του αιτήματος για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2021 και το 2022, ενδεχόμενος η ικανοποίηση του αιτήματος για επενδύσεις να χρησιμοποιηθεί σαν ένα πολιτικό αντίβαρο, ώστε να μην εμφανισθεί ότι απορρίπτονται όλα τα αιτήματα της κυβέρνησης για δημοσιονομική χαλάρωση.

Πάντως, η Κομισιόν επισημαίνει ότι και η τεχνική εργασία της διαμόρφωσης ενός κοινά αποδεκτού σχεδίου για τον τρόπο αξιοποίησης των κονδυλίων από τις κεντρικές τράπεζες έχει ακόμη μπροστά αρκετό δρόμο και σημειώνει ότι θα πρέπει οι επενδύσεις που θα επιλεγούν, προκειμένου να τις εγκρίνει το Eurogroup, να είναι επενδύσεις που θα διευρύνουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.

Αυτό σημαίνει ότι θα γίνει αρκετά αυστηρή αξιολόγηση των προτάσεων, ενώ είναι αμφίβολο αν θα συμφωνήσουν οι Βρυξέλλες με τις ελληνικές ιδέες για φορολογικού χαρακτήρα ενισχύσεις στις επιχειρήσεις που επενδύουν, δεδομένου ότι είναι ένα μέτρο που δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί πόσο διευρύνει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.