Οικονομία

ΙΤΕΠ: Διπλάσιοι οι φόροι στα ξενοδοχεία από τους άλλους κλάδους


Υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου και την συγκριτικά άνιση αντιμετώπισή του σε σχέση με τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας εντοπίζει μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) που ολοκληρώθηκε πρόσφατα και παρουσιάστηκε σήμερα στο πλαίσιο ειδικής ενημερωτικής εκδήλωσης.

Η μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικής συνεργασίας ανάμεσα στο ΙΤΕΠ και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με επιστημονικά υπεύθυνο τον Γιώργο Σώκλη, Επίκουρο Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου.

Σύμφωνα με όσα επεσήμανε ο κ. Σώκλης, από την μελέτη προκύπτει ότι οι συνολικοί καθαροί φόροι που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότεροι από τους φόρους που εισπράττονται, κατά μέσο όρο, από τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενώ έχουν σημειώσει και σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια. Περαιτέρω, οι φόροι που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου επιβαρύνουν σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό το ίδιο το ξενοδοχειακό προϊόν, δημιουργώντας, έτσι, μια κατάσταση υπερ-φορολόγησης του κλάδου.

Η πρόεδρος του ΙΤΕΠ Κωνσταντίνα Σβύνου εστίασε στην υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου τονίζοντας ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη αφαιρεί καίρια όπλα από τη φαρέτρα της ανταγωνιστικότητας της χώρας στον τουρισμό σε σχέση με άλλα κράτη, αναγκάζοντας τον Έλληνα ξενοδόχο να πουλά ακριβότερα με επιβαρύνσεις που δεν του αναλογούν ή να αφομοιώνει το κόστος δυσχεραίνοντας την υγιή του λειτουργία. Επιπλέον, υφίσταται πρόσθετους δασμούς, όπως το υπεραυξημένο τέλος ανθεκτικότητας, την αύξηση του φόρου παρεπιδημούντων και των δημοτικών τελών, καθώς και τα βέλη του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, που εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα γκρίζο νομοθετικό και ελεγκτικό περιβάλλον.

Τι έδειξε η έρευνα του ΙΤΕΠ

Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έρευνας, οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Παράλληλα, η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.

Μάλιστα, σύμφωνα με τη μελέτη, η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη αύξηση στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (+22,4% έναντι +13,3%).

Οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το 1/4 του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος (23,5%), από περίπου το 1/5 που ήταν προ δεκαετίας (19,9%). Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15,6%, αυξημένο κατά μόλις μια ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.

Το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους, πλην του ξενοδοχειακού, κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έναντι του 28% που κατά μέσο όρο διανέμουν οι έτεροι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας.

Από την άλλη πλευρά, σχεδόν τα 3/4 (72,6%) των συνολικών καθαρών φόρων επί του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος επιβαρύνουν τους συντελεστές παραγωγής του ξενοδοχειακού κλάδου. Η ως άνω εκτιμηθείσα ανισοκατανομή της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού προϊόντος έχει οξυνθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς η αντίστοιχη επιβάρυνση βρισκόταν στο 61,7% πριν από μια δεκαετία.

Υπογραμμίζεται ότι το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης βασίστηκε στις μεθόδους Ανάλυσης Εισροών-Εκροών, ενώ για τις εμπειρικές εκτιμήσεις, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από πρόσφατους Πίνακες Προσφοράς-Χρήσεων της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνεται δε ότι η ερευνητική προσέγγιση που υιοθετήθηκε εκτιμά μόνο τη φορολογική επιβάρυνση επί της διαδικασίας παραγωγής και δεν συνυπολογίζει τις επιβαρύνσεις που προκύπτουν από τη φορολογία εισοδήματος.

Διαβαστε επισης