Από μειώσεις μισθών, συντάξεων και υπέρμετρη αύξηση της φορολογίας αντλείται το πλεόνασμα του προϋπολογισμού 3,5%, όχι από έσοδα από ανάπτυξη δηλώνει στο Sofokleousin.gr ο Διευθύνων Σύμβουλος της Interlife Ασφαλιστικής, Ιωάννης Βοτσαρίδης, διατυπώνοντας, όπως όλοι οι επιχειρηματίες που βρίσκονται στην αγορά ότι μείωση φόρων για τις επιχειρήσεις συνεπάγεται αντίστοιχα και μείωση δημοσίων δαπανών.
Διευκρινίζει ως άνθρωπος της αγοράς ότι ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έφερε μια γενικότερη ανακούφιση στους χρηματιστηριακούς και οικονομικούς κύκλους, ωστόσο, το στοίχημα της ανάκαμψης μέσω των επενδύσεων δεν εξαρτάται μόνον από δημοσιονομικούς παράγοντες.
Φορολογία, πολιτική σταθερότητα, μείωση της γραφειοκρατίας, δυσλειτουργίες στην δικαιοσύνη, πιστωτική ασφυξία, και άρση των περιορισμών κίνησης κεφαλαίων θα επιλύσουν το πρόβλημα και θα οδηγήσουν την Ελλάδα σε θετική ανάπτυξη.
Συνέντευξη, επίσης του Επικεφαλής των Οικονομικών στην Allianz SE, Dr. Michael Heise για την οικονομία της Ελλάδας : Πώς θα μειωθούν οι φόροι στην Ελλάδα
Συνέντευξη στην Ελενα Ερμείδου
- Η ανάπτυξη απαιτεί λιγότερους φόρους ή εναλλακτικά κίνητρα. Οι επιχειρήσεις και οι πολίτες στην Ελλάδα, πληρώνουν μεγάλους φόρους και τα ποσοστά εξακολουθούν να αυξάνονται. Λιγότεροι φόροι σημαίνει επίσης ότι η κυβέρνηση πρέπει να κάνει συστηματική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του σχεδίου δαπανών. Το πρωτογενές πλεόνασμα επιτεύχθηκε λόγω των εξαιρετικά υψηλών φόρων και εσόδων. Αυτό δεν είναι ανάπτυξη.
Τι πρέπει να γίνει;
Το κλειδί της εξίσωσης είναι ακριβώς αυτό που αναφέρετε. Μείωση φόρων για τις επιχειρήσεις συνεπάγεται αντίστοιχα και μείωση δημοσίων δαπανών, ώστε να μην εκτροχιαστεί ο προϋπολογισμός. Αντίστοιχα, από τους απλούς και θεμελιώδεις νόμους της Οικονομίας τεκμαίρεται ότι οι υψηλοί φόροι είναι η μεγαλύτερη τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Άλλωστε μόνον τρεις χώρες στον ΟΟΣΑ έχουν υψηλότερους φόρους από την Ελλάδα στα εταιρικά κέρδη και πρόκειται για χώρες με αναπτυγμένες και ώριμες οικονομίες, που προφανώς μπορούν να το αντέξουν (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο).
Στον αντίποδα, τουλάχιστον 15 χώρες της Ευρώπης έχουν συντελεστή φορολόγησης εταιρικών κερδών ίσο ή κάτω του 20%. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα με τη βαρύτερη συνολική φορολογική επιβάρυνση φυσικών προσώπων στην ΕΕ (φόροι και ασφαλιστικές εισφορές μαζί, στην πρώτη, χαμηλότερη κλίμακα) με 47%-49%, χωρίς να περιλαμβάνεται η Εισφορά Αλληλεγγύης (2%-10%).
Με αυτά τα δεδομένα, ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% επί μια συνεχή πενταετία, που αντλείται κατά κύριο λόγο από φορολογικές επιβαρύνσεις και μειώσεις μισθών και συντάξεων και όχι από μείωση δημοσίων δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις κλπ, ουσιαστικά στραγγαλίζει την οικονομία και υπονομεύει ευθέως την Ανάπτυξη.
- Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες ξένες επενδύσεις για να στηρίξει την ανάπτυξη και να μειώσει τα ποσοστά ανεργίας. Είναι δυνατόν η Ελλάδα να προσελκύσει τώρα μακροπρόθεσμους επενδυτές αντί για funds που επενδύουν σε βραχυπρόθεσμους στόχους; Τι πρέπει να διορθωθεί για να αντισταθμιστούν οι ανισορροπίες;
Η πρόσφατη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έφερε μια γενικότερη ανακούφιση στους χρηματιστηριακούς και οικονομικούς κύκλους μετά από ένα χρόνο σύγχυσης και αβεβαιότητας. Ωστόσο, το στοίχημα της ανάκαμψης μέσω των επενδύσεων δεν εξαρτάται μόνον από δημοσιονομικούς παράγοντες.
Εκτός του παράγοντα της φορολογίας που αναφέραμε προηγουμένως, εξαρτάται και από μια ευρύτερη σταθερότητα στους όρους του επιχειρείν και, οπωσδήποτε, από μια αποφασιστική και άμεση αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, που, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις των αρμοδίων φορέων, ζει και βασιλεύει, - όπως και οι χρόνιες αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες της Δικαιοσύνης, που “διώχνουν” πολλούς επενδυτές.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: Επενδύσεις με capital controls και πιστωτική ασφυξία, δεν γίνονται. Και αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν στο σχεδιασμό της επενδυτικής πολιτικής της χώρας.