Στην 49η θέση κατατάσσεται η Ελλάδα στον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας ταλέντων (GTCI) 2015-2016, βάσει ετήσιας παγκόσμιας μελέτης με θέμα "Προσέλκυση Ταλέντων και Διεθνής Κινητικότητα", που πραγματοποιείται από τον Όμιλο Adecco και το Human Capital Leadership Institute στη Σιγκαπούρη (HCLI).
Πέρυσι, η Ελλάδα καταλάμβανε την 50η θέση στον ίδιο δείκτη, "GTCI 2014-2015". Σύμφωνα με την μελέτη, ενώ η Ελλάδα διατηρεί σχετικά καλή απόδοση στις παραμέτρους που αφορούν στον «τρόπο ζωής» και την «αειφορία» που συμπεριλαμβάνονται στον πυλώνα της «διατήρησης», υστερεί στην «προσέλκυση παγκόσμιων ταλέντων». Μολονότι διαθέτει έναν μεγάλο αριθμό διεθνών φοιτητών, λίγοι παραμένουν και καινοτομούν στη χώρα και έτσι σπάνια παρατηρείται το φαινόμενο της «προσέλκυσης ταλαντούχων μυαλών».
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα, θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στην προσέλκυση ταλέντων από το εξωτερικό που θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσης και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της στην παγκόσμια σκηνή.
Επίσης, η Ελλάδα δεν έχει καλή απόδοση ούτε από άποψη «ενεργοποίησης» ταλέντων. Υπάρχει επίσης αρκετός χώρος βελτίωσης στον τομέα των «επαγγελματικών δεξιοτήτων». Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα δυσκολεύεται ιδιαίτερα να δημιουργήσει μία ανταγωνιστική δεξαμενή ταλέντων.
Ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Γενικός Διευθυντής της Adecco Ελλάδας, σχολίασε σε σχέση με τα αποτελέσματα της μελέτης: «Για ακόμα μία χρονιά η Ελλάδα παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης σε σύγκριση με τον δείκτη GTCI του προηγούμενου έτους. Η κατάταξή μας όμως είναι χαμηλή σε σχέση με τις χώρες της ίδια ομάδας εισοδήματος, καθώς και σε σχέση με τις χώρες της περιοχής στην οποία ανήκουμε, γεγονός που υποδεικνύει ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε προκειμένου να γίνουμε μία ανταγωνιστική χώρα που θα αποτελέσει πόλο έλξης για τους επαγγελματίες με υψηλά προσόντα και για τα λεγόμενα "χρυσά μυαλά"».
Σύμφωνα με την έρευνα, οι τρεις κορυφαίες χώρες στην ανταγωνιστικότητα ταλέντων είναι η Ελβετία που βρίσκεται στην πρώτη θέση της κατάταξης, ακολουθούμενη από τη Σιγκαπούρη και το Λουξεμβούργο στην δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα, διατηρώντας τις θέσεις που είχαν λάβει και στον δείκτη 2014-15.
Οι δέκα κορυφαίες χώρες υπήρξαν ξεκάθαρα ανοιχτές στην κινητικότητα ταλέντων - σχεδόν το 25% του πληθυσμού της Ελβετίας και του Λουξεμβούργου αποτελείται από μη αυτόχθονες, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 43% για τη Σιγκαπούρη.
Το αντίστοιχο ποσοστό είναι επίσης υψηλό στις Ηνωμένες Πολιτείες (4η θέση), τον Καναδά (9η θέση), τη Νέα Ζηλανδία (11η θέση), την Αυστρία (15η θέση), και την Ιρλανδία (16η θέση). Υπήρξαν πολύ λίγες αλλαγές στις 20 κορυφαίες χώρες σε σχέση με τον δείκτη GTCI 2014-15, με εξαίρεση την ένταξη της Τσεχικής Δημοκρατίας (20η θέση) στις 20 πρώτες χώρες της κατάταξης, τη σημαντική βελτίωση της θέσης της Νέας Ζηλανδίας, ενώ αντίθετα ο Καναδάς και η Ιρλανδία παρουσίασαν πτωτική πορεία.
Μέσα από την ανάλυση και σύγκριση των βαθμολογιών των χωρών, προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα:
Η κινητικότητα έχει γίνει βασικό συστατικό της ανάπτυξης ταλέντων: τα δημιουργικά ταλέντα δεν μπορούν να αναπτυχθούν πλήρως εάν δεν ενθαρρυνθεί η διεθνής κινητικότητα και η «κυκλοφορία εγκεφάλων».
Η συζήτηση για τη μετανάστευση πρέπει να αποφορτιστεί συναισθηματικά και να προτείνει πραγματικές λύσεις: οι χώρες θα επωφεληθούν αν αντιμετωπίσουν τη μετακίνηση των ανθρώπων μέσα από την οπτική της μετακίνησης ταλέντων.
Οι πρακτικές διοίκησης κάνουν τη διαφορά στην προσέλκυση ταλέντων: εκτός από τα χρηματικά κίνητρα και το βιοτικό επίπεδο, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας προσέλκυσης ταλέντων είναι ο επαγγελματισμός της διοίκησης και η επένδυση στην ανάπτυξη των εργαζομένων.
Ενώ οι άνθρωποι συνεχίζουν να αναζητούν θέσεις εργασίας και ευκαιρίες, οι θέσεις εργασίας πλέον δημιουργούνται εκεί όπου βρίσκονται τα ταλέντα: ορισμένες χώρες έχουν αρχίσει να προσελκύουν την προσοχή των διεθνών επενδυτών, λόγω των δημιουργικών ταλέντων τους σε λογικό κόστος: η Κίνα, η Νότια Κορέα, οι Φιλιππίνες και το Βιετνάμ στην περιοχή της Ασίας, η Μάλτα, η Σλοβενία, η Κύπρος και η Μολδαβία στην περιοχή της Ευρώπης, η Τουρκία, η Ιορδανία και η Τυνησία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, και ο Παναμάς στην Κεντρική Αμερική.
Νέοι «μαγνήτες ταλέντων» αναδύονται: Ενώ οι ΗΠΑ, η Σιγκαπούρη και η Ελβετία είναι εδώ και χρόνια ελκυστικές για τα ταλέντα, ο ανταγωνισμός μπορεί να γίνει σκληρός μεταξύ αναδυόμενων κόμβων ταλέντων, όπως η Ινδονησία, η Ιορδανία, η Χιλή, η Νότια Κορέα, η Ρουάντα και το Αζερμπαϊτζάν, καθώς όλο και περισσότεροι φιλοδοξούν να μετακινηθούν σε αυτούς τους ολοένα και πιο ελκυστικούς προορισμούς.
Οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση εξακολουθούν να αντικαθίστανται από μηχανές, ενώ οι εργαζόμενοι με γνώσεις εκτοπίζονται από αλγόριθμους: καθώς η κινητικότητα εξακολουθεί να επαναπροσδιορίζεται, ιδίως λόγω της τεχνολογίας, οι εργαζόμενοι με γνώσεις επηρεάζονται, και αυτή η αλλαγή σηματοδοτεί το γεγονός ότι ολόκληροι τομείς δραστηριότητας μπορεί να εκτοπιστούν. Κάποιοι ίσως να πρέπει να εργαστούν απομακρυσμένα για διαφορετικούς εργοδότες, ενώ άλλοι ίσως πρέπει να επανεκπαιδευτούν και να μετακινηθούν μακριά για να βρουν εργασία.
Σε έναν κόσμο κυκλοφορίας ταλέντων, οι πόλεις και οι περιφέρειες γίνονται σημαντικοί παίκτες στον αγώνα διεκδίκησης των παγκόσμιων ταλέντων: η ευελιξία και η προβολή των πόλεων φαίνεται να είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες που θα κάνουν τη διαφορά και όχι το μέγεθος, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός μεγάλων πόλεων υιοθετεί ευφάνταστες πολιτικές για την προσέλκυση παγκόσμιων ταλέντων.
Η έλλειψη επαγγελματικών δεξιοτήτων εξακολουθεί να πλήττει τις αναδυόμενες αγορές: κενά σε επαγγελματικές δεξιότητες εξακολουθούν να υπάρχουν σε αναδυόμενες χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότια Αφρική, και ιδιαίτερα η Βραζιλία, όπου η ανταγωνιστικότητα ταλέντων δείχνει σημάδια εξασθένησης σε όλα τα επίπεδα. Αυτό ισχύει επίσης για ορισμένες χώρες υψηλού εισοδήματος, όπως η Ιρλανδία, το Βέλγιο και η Ισπανία.