H ακρίβεια και οι σφοδρές ανατιμήσεις σ’ όλο το φάσμα της πραγματικής οικονομίας, έχουν προκαλέσει μεγάλη ζημιά στα εισοδήματα και στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Αυτό προκύπτει ως συμπέρασμα από αρκετές έρευνες και καταγράφεται σ’ αυτή που πραγματοποίησε η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ). Σύμφωνα μ’ αυτή, ένας στους δύο πολίτες (52%) περιόρισε τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως είναι τα τρόφιμα.
Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι καταναλωτές σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (37%). Περίπου 1 στους 5 καταναλωτές (22%) ηλεκτρικού ρεύματος και 1 στους 4 καταναλωτές (25%) θέρμανσης δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να αποπληρώσουν τους αντίστοιχους λογαριασμούς. Επίσης το 70% δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δαπάνες ένδυσης–υπόδησης και τις δαπάνες ψυχαγωγίας και ταξιδιών.
Με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη για δώρα και αγορές προϊόντων με την ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς υπολογίζεται σε 126 ευρώ, ενώ η μέση δαπάνη ανά νοικοκυριό για τα εορταστικά τραπέζια στο σπίτι εκτιμάται στα 110 ευρώ.
Ουδέτερες εκτιμήσεις για το εξάμηνο που πέρασε, καταγράφονται στην πανελλαδική έρευνα επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, το 39% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν ότι ο κύκλος εργασιών τους παραμένει στα ίδια επίπεδα, το 31% δηλώνουν ότι μειώθηκε και το 28% ότι αυξήθηκε, με τα υψηλότερα ποσοστά όσων δηλώνουν αύξηση να καταγράφονται σε Κρήτη (41%) και Νησιά Αιγαίου (50%), αποτέλεσμα προφανώς της επιτυχημένης τουριστικής περιόδου προηγήθηκε.
Συνολικά, ουδέτερες τάσεις καταγράφονται σε ότι αφορά την εξέλιξη της απασχόλησης το επόμενο εξάμηνο, με τις θετικότερες εκτιμήσεις να καταγράφονται στην Αττική, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, στον κλάδο των κατασκευών και στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζόμενους. Απαισιοδοξία επικρατεί, σε σχέση με την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς το 36% των ερωτηθέντων αναμένουν μείωση της ρευστότητας κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που αναμένουν ενίσχυση της ρευστότητας.
Αρνητική εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, καθώς το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέπουν βελτίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λιγότερες επισφάλειες και πτωχεύσεις). Βαθιά απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις για το εγγύς μέλλον της οικονομικής κατάστασης της χώρας, καθώς το 56% θεωρούν ότι αυτή θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που προβλέπουν ότι θα βελτιωθεί, ενώ το 23% δεν αναμένουν ιδιαίτερη μεταβολή.
Ελλείψεις πρώτων υλών ή προϊόντων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν το 37% των επιχειρήσεων, φαινόμενο εντονότερο στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης/βιομηχανίας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό και σε εκείνες με ετήσιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ, ενώ η μέση αύξηση που αναφέρουν οι επιχειρήσεις, στο κόστος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%.
Τέλος, αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο προβλέπουν περίπου οι μισές (49%) επιχειρήσεις, με την εντονότερη τάση αύξησης τιμών να καταγράφεται στον τομέα του εμπορίου.Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο Νοεμβρίου–Δεκεμβρίου 2022, σε συνολικό δείγμα 2.403 ατόμων (1.202 καταναλωτές & 1.201 επιχειρήσεις).