Η ώρα του... λογαριασμού που θα πληρώσει το ελληνικό κράτος για την αφανή στήριξη στις τράπεζες, μέσα από τα προγράμματα τιτλοποίησης προβληματικών δανείων με κρατικές εγγυήσεις, πλησιάζει και όλα δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των εγγυήσεων, που σήμερα αποτελούν ένα «αθέατο» χρέος, θα επιβαρύνουν τελικά το δημόσιο χρέος, όπως ακριβώς συνέβη και με τα διαδοχικά προγράμματα διάσωσης των τραπεζών στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Η διαπραγμάτευση που δεν έχει κλείσει με τη Eurostat και αφορά τον τρόπο καταγραφής των εγγυήσεων για τις τράπεζες θα βγάλει ένα πρώτο λογαριασμό για την επιβάρυνση του Δημοσίου από τα δύο διαδοχικά προγράμματα «Ηρακλής», μέσω των οποίων μεταφέρθηκαν εκτός ισολογισμού των τραπεζών μεγάλα ποσά κόκκινων δανείων, ώστε πλέον ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα να έχει μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό, αν και παραμένει ακόμη πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Με βάση τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία από τη Eurostat, η Ελλάδα έγινε το 2021 μία από τις χώρες της ευρωζώνης με τα μεγαλύτερα «φορτία» κρατικών εγγυήσεων, καθώς το Δημόσιο πρόσφερε μεγάλα ποσά εγγυήσεων για να διευκολύνει τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων, ώστε να φύγουν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Στο τέλος του 2021, το ποσό των κρατικών εγγυήσεων υπερέβαινε το 10% του ΑΕΠ σε πέντε χώρες, τονίζει η Eurostat: Ιταλία (16,0 %), Φινλανδία (14,7 %), Ελλάδα (14,3%), Αυστρία (12,9%) και Ισπανία (11,4%).
Στην Ελλάδα καταγράφηκε θεαματική αύξηση των εγγυήσεων μεταξύ 2020 και 2021, λόγω της στήριξης των τραπεζών. Τα στοιχεία για την Ελλάδα και την Ιταλία δείχνουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις (8,0 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα), όπως σημειώνει η Eurostat. Ελλάδα και Ιταλία ήταν οι μόνες χώρες της ευρωζώνης που εφάρμοσαν μεγάλα προγράμματα τιτλοποίησης κόκκινων δανείων με κρατικές εγγυήσεις.
Οι εγγυήσεις της κεντρικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, 2020 - 2021
Το ζητούμενο στη διαπραγμάτευση που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ποιο μέρος αυτών των εγγυήσεων -οι οποίες αυξήθηκαν περαιτέρω μέσα στο 2022 λόγω της συνέχισης εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής»- θα πρέπει να καταγραφεί, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, ως πρόσθετο δημόσιο χρέος, παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει εκπληρωθεί το βασικό κριτήριο, δηλαδή η κατάπτωση εγγυήσεων.
Ένας παράγοντας που αξιολογείται σε αυτή τη συζήτηση είναι το αν οι εταιρείες διαχείρισης δανείων έχουν θεσμικά τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην ανάκτηση προβληματικών δανείων, ώστε να εκπληρώσουν τα αρχικά επιχειρησιακά σχέδια των τιτλοποιήσεων. Η απόφαση του Αρείου Πάγου που απαγόρευσε στους servicers να επισπεύδουν πλειστηριασμούς για δάνεια που έχουν περάσει σε funds δημιούργησε αβεβαιότητα για τις μελλοντικές εισπράξεις από ανακτήσεις, ενώ η κυβέρνηση περιμένει τώρα την απόφαση που θα εκδώσει για το θέμα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (θα συνεδριάσει στις 26 Ιανουαρίου), ώστε να εκλείψει αυτός ο παράγοντας κινδύνου και να ενισχυθεί η επιχειρηματολογία έναντι της Eurostat για τον τρόπο καταγραφής των εγγυήσεων.
Ανεξάρτητα, όμως, από το θέμα των πλειστηριασμών, η Eurostat επιμένει στη βασική της θέση, ότι οι ελληνικές τιτλοποιήσεις δεν πληρούν ένα βασικό όρο του στατιστικού πλαισίου, ώστε να συνεχίσουν να μην καταγράφονται στο χρέος. Ειδικότερα, η Eurostat διαπιστώνει ότι οι εγγυήσεις για τα καλύτερα «κομμάτια» των τιτλοποιήσεων, τα senior notes που έχουν παραμείνει στα χαρτοφυλάκια των ίδιων των τραπεζών, δεν έχουν χορηγηθεί με όρους αγοράς, δηλαδή το ελληνικό σχήμα ήταν υπερβολικά γενναιόδωρο προς τις τράπεζες. Αυτό σημαίνει, κατά τη Eurostat, ότι σε όσες τιτλοποιήσεις έχουν δοθεί μεγάλα ποσοστά εγγυήσεων στα senior notes αυτές οι εγγυήσεις θα πρέπει να καταγραφούν ως χρέος.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Axia, είναι πιθανό να αξιολογηθούν περίπου 5 δισ. ευρώ εγγυήσεων από τα 18,5 δισ. ευρώ που έχουν δοθεί στα senior notes ως χρέος που θα πρέπει να επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο χρέος. Το ποσό αυτό θα μπορούσε να είναι ακόμη υψηλότερο, ανάλογα με την έκβαση των διαπραγματεύσεων.