Η Ρωσία επιθυμεί να αυξήσει το εμπόριο με την Κίνα μέσω της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού και να γίνει ο κορυφαίος προμηθευτής της σε υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), δήλωσε σήμερα ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ.
Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επισκέφθηκε την Κίνα αυτή την εβδομάδα και απηύθυνε έκκληση για διεθνείς επενδύσεις στη Βόρεια Θαλάσσια Οδό η οποία όπως είπε μπορεί να διευρύνει το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η διαδρομή ξεκινάει από το Μουρμάνσκ, κοντά στα σύνορα της Ρωσίας με τη Νορβηγία, και κατευθύνεται προς τα ανατολικά μέχρι τον Βερίγγειο Πορθμό, κοντά στην Αλάσκα.
Ο Νόβακ, ο οποίος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε την Κίνα, συνάντησε τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης Ντινγκ Σουεσιάνγκ και μίλησε σε ένα ρωσο-κινεζικό επιχειρηματικό φόρουμ, ανακοίνωσε η ρωσική κυβέρνηση.
Ο Νόβακ δήλωσε ότι η Ρωσία είναι αυτή τη στιγμή ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής υγροποιημένου φυσικού αερίου της Κίνας. Η Ρωσία ανταγωνίζεται το Κατάρ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία στην παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). « Η Ρωσία μπορεί να γίνει ο κύριος αξιόπιστος προμηθευτής υγροποιημένου φυσικού αερίου της Κίνας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα έργα που πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή», δήλωσε ο Νόβακ, σύμφωνα με την κυβερνητική παρουσίαση της ομιλίας του στο φόρουμ.
Νόβακ και Ντινγκ Σουεσιάνγκ συζήτησαν τρόπους ενίσχυσης των εμπορικών όγκων μέσω των δύο χωρών στους τουλάχιστον 50 εκατομμύρια μετρικούς τόνους φορτίου που θα αποστέλλονται μέσω της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού.
Η Ρωσία πέρυσι ενέκρινε ένα αναπτυξιακό σχέδιο για τη διαδρομή αυτή, προσδοκώντας κύκλο εργασιών 80 εκατομμυρίων τόνων σε φορτίο για το 2024 και 150 εκατομμυρίων τόνων το 2030.
Η Ρωσία θεωρεί από καιρό τη διαδρομή αυτή ως εναλλακτική λύση στη διώρυγα του Σουέζ. Αν και είναι δύσκολη από φυσικής απόψεως λόγω του πυκνού πάγου κατά τη χειμερινή περίοδο, θα μπορούσε να μειώσει τους χρόνους των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ Ευρώπης και Ασίας σε μια εποχή που το εμπόριο της Ρωσίας με τις δυτικές χώρες βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, μετά την απόφαση της Μόσχας να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία.