Σε ένα άτυπο stress test υπέβαλε τις ελληνικές τράπεζες η Goldman Sachs, στο πλαίσιο της τελευταίας της ανάλυσης όπου διαπίστωσε σοβαρή επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και προχώρησε σε ανάλογη μείωση των τιμών-στόχων για τις μετοχές τους. Τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης είναι άκρως ενδιαφέροντα, καθώς δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν πολύ διαφορετικούς βαθμούς αντοχής σε νέα κόκκινα δάνεια, με την Τράπεζα Πειραιώς να βρίσκεται στη χειρότερη θέση.
Ειδικότερα, σκοπός του stress test από την Goldman ήταν να διαπιστωθεί πόση αύξηση των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους αντέχουν οι ελληνικές τράπεζες, πριν υποχωρήσει επικίνδυνα η κεφαλαιακή τους επάρκεια στο επίπεδο της ελάχιστης εποπτικής απαίτησης (που είναι 10% για τον βασικό δείκτη CET1).
Η άσκηση αυτή έχει μεγάλο ενδιαφέρον για το επενδυτικό κοινό, καθώς αυτό το διάστημα εκφράζονται φόβοι ότι η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού, οι επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ (που ήδη έχουν προκαλέσει μεγάλη άνοδο του κόστους δανεισμού του Δημοσίου) και το συνεχές ράλι των τιμών ενέργειας θα μπορούσαν να ασκήσουν ισχυρή πίεση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, προκαλώντας νέα αύξηση των κόκκινων δανείων στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Περαιτέρω, η ενδεχόμενη αύξηση των κόκκινων δανείων θα δημιουργούσε πίεση στα κεφάλαια των τραπεζών. Εάν η πίεση γίνει πολύ ισχυρή, θα φέρει στην επιφάνεια τον μεγαλύτερο φόβο των επενδυτών, που δεν είναι άλλος από το να χρειασθεί μια τράπεζα νέα κεφάλαια και να προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου. Αυτή η ανησυχία συνδέεται άμεσα με την κακή χρηματιστηριακή εικόνα των τραπεζικών μετοχών το τελευταίο διάστημα.
Ουσιαστικά, λοιπόν, η άσκηση «στρεσαρίσματος» των τραπεζικών ισολογισμών σε σενάρια αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απαντά στο σημαντικότερο ερώτημα των επενδυτών αυτή την περίοδο: πόσο ευάλωτη είναι καθεμιά από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες στον κίνδυνο να μειωθούν τα κεφάλαιά της τόσο, ώστε να υποχρεωθεί να προσφύγει σε αύξηση κεφαλαίου.
Τα συμπεράσματα του τεστ της Goldman Sachs συνοψίζονται σε αυτόν τον πίνακα:
Ο αμερικανικός οίκος προχωρά σε εκτιμήσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια, δηλαδή τον δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων, CET 1, ανάλογα με το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο χαρτοφυλάκιο κάθε τράπεζας. Λαμβάνει υπόψη ως βασικό σενάριο ένα δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων 5% για το 2023 και εξετάζει πόσο θα μειωνόταν η κεφαλαιακή επάρκεια σε διαφορετικά σενάρια αύξησης του δείκτη μέχρι το 12%, δηλαδή έως και 7% πάνω από το βασικό σενάριο. Με κόκκινη υπογράμμιση στον πίνακα φαίνεται σε ποιο σημείο κάθε τράπεζα πλησιάζει επικίνδυνα το ελάχιστο όριο κεφαλαίων.
Κυρίαρχη η Εθνική, ουραγός η Πειραιώς
Το αποτέλεσμα αυτής της άσκησης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον:
- Η Εθνική Τράπεζα φαίνεται ότι είναι ο καθαρός «νικητής». Μόνο στο πιο ακραίο σενάριο, όπου ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα εκτοξευόταν στο 12%, θα πλησίαζε η Εθνική στο ελάχιστο όριο, καθώς ο δείκτης CET1 θα υποχωρούσε στο 10,5%. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα, είναι προφανές ότι η Εθνική είναι σχεδόν απίθανο να ζητήσει κεφάλαια από τους μετόχους της.
- Τη δεύτερη καλύτερη επίδοση έχει η Eurobank, που φαίνεται ότι θα αντιμετώπιζε σοβαρή μείωση των κεφαλαίων της (δείκτης CET1 στο 10,3%) μόνο σε περίπτωση αύξησης του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 10%, ένα σενάριο που είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθεί, εκτός εάν υπάρξουν καταστροφικές εξελίξεις στην οικονομία.
- Τρίτη κατατάσσεται η Alpha Bank, που εμφανίζεται να αντέχει κεφαλαιακά μέχρι να αυξηθεί στο 9% ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οπότε ο δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας θα υποχωρούσε στο 10,2%. Μια τόσο μεγάλη αύξηση στα κόκκινα δάνεια κινείται με τα σημερινά δεδομένα στη σφαίρα του απίθανου, άρα πρακτικά και η Alpha Bank είναι «ασφαλής» έναντι μιας νέας αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Στην τελευταία θέση κατατάσσεται η Τράπεζα Πειραιώς, για την οποία φαίνεται ότι τα περιθώρια αντοχής σε αύξηση των κόκκινων δανείων είναι μικρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια αύξηση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων από το 5% στο 7%, που δεν αποτελεί εντελώς ακραίο σενάριο, θα οδηγούσε τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 της Τράπεζα Πειραιώς στο 10,2%, δηλαδή στο επίπεδο όπου γίνεται αναγκαία μια αύξηση κεφαλαίου.
Μακροοικονομική αβεβαιότητα
Γενικότερα, η Goldman επισημαίνει την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι τράπεζες στην εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους, ωστόσο διαφοροποιεί αρκετά τις εκτιμήσεις για τις τιμές στόχους, προχωρώντας σε περικοπές έως και κατά 53% (για την Πειραιώς). Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες είναι αυξημένοι, καθώς καταγράφεται σοβαρή επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος:
- Ο βαθμός μακροοικονομικής αβεβαιότητας έχει αυξηθεί τους τελευταίους τρεις μήνες: ο ελληνικός πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 12% τον Ιούνιο του 2022, οι προβλέψεις για το ΑΕΠ μειώθηκαν σε 3% ετησίως για τη διετία 2022/23 (από 4%-5% για το 2022 και 3,5% για το 2023 στην αρχή του έτους).
- Η απόδοση των 10ετών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου αντέδρασε σε αυτές τις μακροοικονομικές εξελίξεις, σημειώνοντας άνοδο σε περίπου 3,5%-4% τον Ιούλιο του '22, έναντι κατά μέσο όρο περίπου 1% το 2021.
- Τέλος, αναθεωρήθηκαν πρόσφατα προβλέψεις για τις ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου, με βάση τις εξελίξεις σχετικά με τον αγωγό Nord Stream και αυξήθηκε η πρόβλεψη από 105 σε 153 ευρώ ανά μεγαβατώρα για το τρίτο τρίμηνο 2022, με αντίστοιχες προσαρμογές για τα επόμενα τρίμηνα.
- Η πιθανότητα για ύφεση είναι 50% για τη ζώνη του ευρώ, 35% για το Ηνωμένο Βασίλειο και 30% για τις ΗΠΑ.