Αγορές

Γιατί το ομόλογο φέρνει το νέο ράλι στο Χρηματιστήριο!


Ισχυρές θέσεις έχουν ήδη λάβει και θα συνεχίσουν να λαμβάνουν το επόμενο διάστημα στην Λεωφόρο Αθηνών οι σοβαροί διαχειριστές κεφαλαίων αναδυόμενων αγορών, που παίρνουν τη θέση των κερδοσκοπικών hedge funds και ποντάρουν ότι, με εφαλτήριο τη δραστική μείωση του κινδύνου χώρας και την επιστροφή του Δημοσίου στην αγορά ομολόγων η αγορά θα κάνει ένα νέο άλμα αποδόσεων, χωρίς να επαναληφθεί το… symfora story της διετίας 2014-2015.

Ο… χρωματισμός της Ελλάδας στο διεθνή επενδυτικό χάρτη που βλέπουν καθημερινά οι διαχειριστές που διακινούν τρισεκατομμύρια στις αναδυόμενες αγορές από τις 25 Ιουλίου έχει αλλάξει: το βαθύ κόκκινο που είχε η χώρα μας, ως επενδυτικός προορισμός ακραίου πολιτικού/μακροοικονομικού κινδύνου και καταστροφής κεφαλαίων, δίνει τη θέση του στο πράσινο που έχουν όσες χώρες υπόσχονται μεγάλες αποδόσεις, σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον αφθονίας ρευστότητας και μηδενικών έως αρνητικών αποδόσεων από «ασφαλείς» τοποθετήσεις.

Πήγαν... ταμείο

Ήδη, το τελευταίο διάστημα, οι αγορές κρατικών τίτλων και μετοχών της Αθήνας έχουν περάσει από τη φάση των υποσχόμενων αποδόσεων, στην περίοδο των… πληρωμένων αποδόσεων: το deal των πενταετών ομολόγων για την πρώτη έξοδο του Δημοσίου ήταν «ρυθμισμένο» κατά τέτοιο τρόπο από τον ΟΔΔΗΧ και τους αναδόχους, ώστε να αποδώσει σημαντικό κέρδος στους κατόχους των παλιών πενταετών τίτλων του 2014 και να διασφαλίζει τις αποδόσεις του νέου χρήματος που τοποθετήθηκε στην Ελλάδα, με μια τιμή διάθεσης των νέων ομολόγων που μόνο σε συνθήκες απρόβλεπτης καταστροφής θα ζημίωνε τους επενδυτές.

Νωρίτερα, οι «διψασμένοι» για αποδόσεις επενδυτές είχαν εξασφαλίσει πολύ καλά deal για τοποθετήσεις «παρκαρίσματος» ρευστότητας στα ελληνικά έντοκα γραμμάτια, με αστρονομικές αποδόσεις άνω του 2%, τη στιγμή που για κάθε ανάλογη τοποθέτηση στην ευρωζώνη, ακόμη και σε έντοκα Πορτογαλίας, οι επενδυτές πληρώνουν τους εκδότες (αρνητική απόδοση).

Από την Λεωφόρο Αθηνών, ήδη έχουν φύγει κεφάλαια μεγάλου ύψους, τα οποία είχαν τοποθετήσει hedge funds με υψηλή ανοχή στον κίνδυνο και ήδη έχουν «κλειδώσει» τεράστια κέρδη. Πρόκειται για μια εκροή κεφαλαίων… εποικοδομητικού χαρακτήρα για την αγορά, καθώς στη θέση των κερδοσκόπων έρχονται διαχειριστές με τεράστια υπό διαχείριση κεφάλαια και μικρότερη ανοχή στον κίνδυνο, οι οποίοι τοποθετούνται για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους και αποτελούν «εγγυητές» βελτιωμένων αποτιμήσεων, χωρίς ακραία μεταβλητότητα τιμών.

Γιατί είναι "ήσυχοι" στο Σίτι

Το Σίτι του Λονδίνου τοποθετεί αυτή την φορά με μεγαλύτερη άνεση τα κεφάλαια στην Ελλάδα, επειδή είναι εδραιωμένη η πεποίθηση ότι, αυτή την φορά, ο πολιτικός/μακροοικονομικός κίνδυνος δεν θα μετατρέψει το story της αγοράς σε… symfora story, όπως είχε συμβεί το 2014.

Όπως θυμούνται οι τακτικοί παρατηρητές του Χρηματιστηρίου, τότε, ενόψει της προγραμματισμένης εξόδου της χώρας στην αγορά ομολόγων και της προγραμματισμένης ολοκλήρωσης του δεύτερου μνημονίου, στο τέλος του 2014, το ΧΑ είχε φθάσει στην κορυφή των 1.363 μονάδων (στις 17 Μαρτίου 2014), λίγο πριν εκδοθεί το πρώτο ομόλογο από το 2010, δηλαδή ο 5ετής τίτλος της κυβέρνησης Σαμαρά.

Από εκείνο το σημείο, όμως, μπήκε στην εξίσωση ο πολιτικός κίνδυνος, με τα γνωστά αποτελέσματα της καταστροφικής για το Χρηματιστήριο περιόδου 2014-2015: η αγορά μπήκε στην… κατηφόρα, με χαμηλότερο σημείο τις 440 μονάδες, τον Φεβρουάριο του 2016, όταν οι επενδυτές άρχιζαν να πείθονται ότι πρώτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου θα ολοκληρωνόταν, πιστοποιώντας την εξομάλυνση των σχέσεων της Ελλάδας με τους δανειστές του επίσημου τομέα.

Στο σημερινό περιβάλλον, επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, οι διαχειριστές κεφαλαίων είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια επανάληψης του ίδιου δράματος: όχι μόνο γιατί η κυβέρνηση εφαρμόζει με αρκετή συνέπεια τα συμφωνημένα με τους Ευρωπαίους δανειστές, αλλά κυρίως γιατί σήμερα η εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος φαίνεται πολιτικά εγγυημένη, ανεξάρτητα από ενδεχόμενες κυβερνητικές αλλαγές, και έχουν εκλείψει οι ισχυρές εστίες αμφισβήτησής του εκ δεξιών (Α. Σαμαράς) ή εξ αριστερών (Αλ. Τσίπρας).

Ο "γκουρού" έδωσε σήμα...

Το «κλικ» για την αλλαγή στάσης των διαχειριστών κεφαλαίων αναδυόμενων αγορών έναντι της Ελλάδας έγινε στις 15 Ιουνίου, με τις αποφάσεις του Eurogroup, και είναι αρκετά «ηχηρό». Ο «γκουρού» των επενδύσεων στις αναδυόμενες αγορές και καλός γνώστης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας από την εποχή του ράλι του 1998, Τζον Λόμαξ, στρατηγικός αναλυτής της HSBC, μετέβαλε άρδην τις συστάσεις του για την Ελλάδα μέσα σε λίγους μήνες: τον Απρίλιο συνιστούσε «ουδετερότητα» έναντι των ελληνικών μετοχών.

Τον Ιούνιο, όμως, έκανε σύσταση αγοράς, υπερδιπλασίασε τη στάθμιση των ελληνικών μετοχών στο χαρτοφυλάκιο αναδυόμενων αγορών της HSBC και τοποθέτηση μία ελληνική μετοχή, της Alpha Bank, στην επίζηλη θέση των κορυφαίων συνιστώμενων μετοχών όλων των αναδυόμενων αγορών (όχι τυχαία, στη μετοχή της Alpha έγιναν το τελευταίο διάστημα τεράστιοι όγκοι συναλλαγών, καθώς τοποθετήθηκαν σοβαρά χαρτοφυλάκια αναδυόμενων αγορών).

Το επόμενο διάστημα, εάν θεωρηθεί ότι όλα θα εξελιχθούν σε πολιτικό και μακροοικονομικό επίπεδο σύμφωνα με τον προγραμματισμό (κλείσιμο τρίτης αξιολόγησης, ένταξη στο QE, νέα έκδοση ομολόγων, τριετούς διάρκειας, πριν το τέλος του 2017) η «φυσική» κίνηση του Γενικού Δείκτη του ΧΑ ως τον επόμενο τεχνικό «σταθμό» των 1.100 μονάδων θεωρείται βέβαιη, ώστε πριν το τέλος του έτους να έχουν εγγράψει σημαντικές αποδόσεις και οι νέοι επενδυτές των σοβαρών χαρτοφυλακίων.

Το βλέμμα στις εισηγμένες

Κλειδί σε αυτή την πορεία, καθώς πλέον το πολιτικό/μακροοικονομικό περιβάλλον σταθεροποιείται και οι επενδυτές βάζουν στο μικροσκόπιο τις επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών, είναι να αποδείξουν οι ελληνικές εταιρείες ότι αξιοποιούν σωστά τη  βελτίωση των συνθηκών και βελτιώνουν σημαντικά την κερδοφορία και την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων.

Όπως τόνιζε σε τελευταία ανάλυσή της η UBS, στα τρέχοντα επίπεδα τιμών το ελληνικό χρηματιστήριο φαίνεται «απαιτητικά» αποτιμημένο, καθώς η σχέση τιμής/κερδών ξεπερνά το 15 και είναι πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο. Ταυτόχρονα, όμως, οι ελληνικές μετοχές αποτιμώνται πάμφθηνα, σε σχέση με τη λογιστική τους αξία, επειδή η ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (return on equity) είναι πολύ χαμηλός (κάτω από 3%) και θα δικαιολογούνται πολύ υψηλότερες αποτιμήσεις, όταν αποδειχθεί ότι οι εισηγμένες τον βελτιώνουν.