Τράπεζες

Γιατί πέφτουν… στα βράχια οι ρυθμίσεις «κόκκινων» δανείων


Βαθμολογία κάτω από τη βάση παίρνουν οι ελληνικές τράπεζες στη ρύθμιση καθυστερούμενων δανείων, καθώς παραμένει ανησυχητικό υψηλό το ποσοστό αυτών των ρυθμίσεων που… πέφτουν στα βράχια, με τους δανειολήπτες να σταματούν πάλι τις πληρωμές τους, καθώς οι τράπεζες αποφεύγουν να δώσουν σοβαρές, μακροπρόθεσμες λύσεις στους πελάτες τους και να χρησιμοποιήσουν μεθόδους που θα τους διευκολύνουν ουσιαστικά.

Μέσα από τις γραμμές της τελευταίας Ενδιάμεσης Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος αναδύονται αυστηρές κριτικές επισημάνσεις προς τις τραπεζικές διοικήσεις για το γεγονός ότι, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης που «κοκκίνησε» τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια οι τράπεζες επιμένουν σε μια ατελέσφορη μεθοδολογία ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, που παραπέμπει στη διεθνώς γνωστή πρακτική του “extend and pretend” («δώσε παράταση και κάνε ότι όλα πάνε καλά»).

Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι οι τράπεζες κάνουν σαν μην υπάρχει η εργαλειοθήκη για ρυθμίσεις που τους έχει προσφέρει εδώ και αρκετά χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα από τον Κώδικα Δεοντολογίας της, ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να διαχωρίζονται οι οφειλές (split balance), ώστε να πληρώνει ο δανειολήπτης μόνο το μέρος των υποχρεώσεών του που μπορεί να «σηκώσει», με βάση την οικονομική του κατάσταση, και να αφήνεται για το μέλλον το υπόλοιπο ποσό, για να τακτοποιηθεί μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη.

Αυτό το εργαλείο ρύθμισης θα μπορούσε να δώσει διέξοδο σε μεγάλο μέρος των «κόκκινων» δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν πραγματικά, λόγω της κρίσης, υποστεί μια μεγάλη, δυσμενή αλλαγή της οικονομικής τους κατάστασης, χωρίς προοπτικές μεγάλης βελτίωσης τα επόμενα χρόνια, για τους οποίους μια απλή παράταση της χρονικής διάρκειας των υποχρεώσεων δεν προσφέρει ουσιαστική λύση και γρήγορα αθετούν εκ νέου τις υποχρεώσεις τους.

Το πρόβλημα των κακών πρακτικών στις ρυθμίσεις δανείων είναι μια πολύ σοβαρή και λίγο συζητούμενη πλευρά της κρίσης με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), καθώς, όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, σχεδόν τέσσερα στα δέκα ΜΕΔ βρίσκονται σε καθεστώς ρύθμισης. «Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 το υπόλοιπο των ΜΕΔ που συνδέονταν με ρυθμίσεις  ανερχόταν σε 26,4 δισεκ. ευρώ (δηλ. 37% του συνόλου των ΜΕΔ)», αναφέρει η ΤτΕ.

Σχολιάζοντας την ποιότητα των ρυθμίσεων που προσφέρουν οι τράπεζες, η ΤτΕ ασκεί, αν και με το γνωστό ουδέτερο,  τεχνοκρατικό ύφος των κειμένων της, αρκετά αυστηρή κριτική:

  • «Θετική εξέλιξη», αναφέρει, «αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ (53,8% του συνόλου των ρυθμίσεων το εννεάμηνο του 2019), σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα».
  • Αυτή είναι η καλή πλευρά των πραγμάτων και, όντως, αποτελεί πρόοδο το γεγονός ότι οι τράπεζες ξέφυγαν (ορθότερα: υποχρεώθηκαν από τις εξελίξεις να ξεφύγουν) από τις βραχυχρόνιες λύσεις που έδιναν στα πρώτα χρόνια της κρίσης, προσφέρουν πλέον κατά κανόνα ρυθμίσεις με μακροχρόνιο χαρακτήρα.
  • Όμως, η κακή πλευρά, που όπως σημειώνει η ΤτΕ «δεν πρέπει να παραβλέπεται» είναι ότι «στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής (split balance)».
  • Όπως εξηγεί η κεντρική τράπεζα, με το split balance «η οφειλή διαχωρίζεται σε δύο τμήματα (tranches): (α) στο τμήμα του δανείου το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει και (β) στο υπόλοιπο τμήμα του δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη».

Το γεγονός ότι οι τράπεζες ασκούν μια κοντόφθαλμη πολιτική ρυθμίσεων, που δεν προσφέρει πραγματικές λύσεις στους δανειολήπτες, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια να… πέφτουν στα βράχια πολλές από τις ρυθμίσεις που συμφωνούνται.
«Ανησυχητικά υψηλό», αναφέρει η ΤτΕ, «παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της  ρύθμισης.

Μάλιστα, στο 27,3% των μακροχρόνιων ρυθμίσεων και στο 61,9% των βραχυχρόνιων ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Τα εν λόγω ποσοστά αυξάνονται σε 40,4% και 83,2% αντίστοιχα σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους από την εφαρμογή της ρύθμισης.

Με άλλα λόγια, τέσσερα στα δέκα δάνεια που μπαίνουν σε μακροχρόνια ρύθμιση γίνονται πάλι «κόκκινα» σε ένα χρόνο, ενώ οκτώ στα δέκα δάνεια βραχυχρόνιας μίσθωσης αθετούνται εκ νέου μέσα σε ένα χρόνο, σηματοδοτώντας την κραυγαλέα αποτυχία της πολιτικής τραπεζικών ρυθμίσεων α λα ελληνικά…