Λάθη-παγίδες κρύβουν συχνά οι βεβαιώσεις αποδοχών που εκδίδουν επιχειρήσεις, Δημόσιο και ασφαλιστικοί φορείς, για να υποβληθούν εν συνεχεία στην εφορία, συνοδεύοντας τις φορολογικές δηλώσεις. Για να αποφύγουν μπλεξίματα με την Εφορία και υπέρογκους φόρους, οι αποδέκτες τους μισθωτοί και συνταξιούχοι πρέπει να ελέγχουν εξονυχιστικά όλα τα αναγραφόμενα στοιχεία, και να διαπιστώνουν ότι είναι ακριβή.
Όπως έχει διαπιστωθεί, σε πολλές περιπτώσεις γίνονται λάθη τα οποία οδηγούν σε περιπέτειες. Xαρακτηριστική η περίπτωση φορολογούμενης που χρειάστηκε πέντε ολόκληρα χρόνια για να ξεμπλέξει.
Οι εργοδότες θα παραδώσουν μία βεβαίωση αποδοχών στους υπαλλήλους, για τους μισθούς που καταβλήθηκαν το 2019, η οποία έχει ενημερωτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα στοιχεία για το ύψος των αποδοχών και τους παρακρατούμενους φόρους, υπάρχουν ήδη στο Taxisnet, καθώς προκύπτουν από τις μηνιαίες δηλώσεις απόδοσης Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών και θα είναι προσυμπληρωμένα στο ηλεκτρονικό έντυπο Ε1.
Ενίοτε, όμως, συμβαίνουν και λάθη, καθώς, μπορεί, άλλες αμοιβές να έλαβε ο μισθωτός και άλλες να έχει δηλώσει στην εφορία ο εργοδότης.
Επίσης, υπάρχει περίπτωση να έχουν δηλωθεί διαφορετικά ποσά παρακρατούμενων φόρων.
Η διαφορά, σε σχέση με πέρυσι είναι πως οι εργοδοτικοί φορείς δεν θα υποβάλουν φέτος ετήσιες δηλώσεις αποδοχών και παρακρατούμενων φόρων, στο Taxisnet, αλλά τα στοιχεία θα τα αντλήσει η Εφορία από τις μηνιαίες δηλώσεις απόδοσης Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών.
Ωστόσο παραμένει η υποχρέωση να παραδώσουν στους υπαλλήλους που απασχόλησαν το 2019, τη βεβαίωση των αποδοχών. Η σχετική απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή, αναφέρει ότι:
«Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59, 61, 62 και 64 του ν.4172/2013, πλην των συμβολαιογράφων κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας, έχουν υποχρέωση να χορηγούν σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες στα οποία έγινε παρακράτηση, μοναδική βεβαίωση στην οποία αναγράφουν το σύνολο των αποδοχών από μισθωτή εργασία και συντάξεις, αμοιβών από επιχειρηματική δραστηριότητα και εισοδημάτων από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα που κατέβαλαν στο φορολογικό έτος και τον φόρο που παρακρατήθηκε.
Ίδια υποχρέωση υπάρχει και στις περιπτώσεις εισοδημάτων για τα οποία δεν προκύπτει φόρος για παρακράτηση, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 6 της παρούσας.
Υποχρέωση υπάρχει και για τα ποσά που ειδικότερα ορίζονται στο άρθρο 6 της παρούσας, τα οποία δεν αποτελούν πληρωμές υποκείμενες σε παρακράτηση.
Η υποχρέωση αυτή δεν υπάρχει στις περιπτώσεις εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα που δεν περιλαμβάνονται στον Πίνακα κωδικοποίησης αμοιβών από επιχειρηματική δραστηριότητα».
Υποχρεωτικός ο έλεγχος
Σε κάθε περίπτωση, οι μισθωτοί οφείλουν να τσεκάρουν τα στοιχεία των αμοιβών τους εκείνων, που προκύπτουν στις μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας, εκείνων που αναγράφονται στην ετήσια βεβαίωση των αποδοχών τους όσο και εκείνα που θα είναι προσυμπληρωμένα στο έντυπο Ε1.
Συγκεκριμένα πρέπει να τσεκάρουν στην έντυπη βεβαίωση αν τα ποσά των αμοιβών που αναγράφει, είναι ίδια με εκείνα που εισέπραξαν και που αναγράφονταν στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής.
Επίσης πρέπει να ελέγξουν και τα ποσά των αναλογούντων και παρακρατούμενων φόρων, για να επιβεβαιώσουν την ορθότητά τους. Εάν διαπιστώσουν λάθη, θα πρέπει να πρέπει να απευθυνθούν στο λογιστήριο της επιχείρησης και να ζητήσουν εξηγήσεις, πριν υποβάλουν τη φορολογική τους δήλωση.
Σε μία υπόθεση που αποκάλυψε το Σin, μία υπάλληλος δικαιώθηκε μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια, για μια λάθος βεβαίωση αποδοχών και ενώ αρχικά της καταλογίστηκε τριπλάσιος φόρος από τον κανονικό.
Η υπόθεση αφορά στη χρήση 2012 για την οποία υποβλήθηκε φορολογική δήλωση το έτος 2013. Η φορολογούμενη υπέβαλε τη δήλωσή της κανονικά και εμπρόθεσμα, στην οποία ανέγραψε ότι για το έτος 2012 το καθαρό φορολογητέο ποσό των αποδοχών της ανέρχεται σε 38.858,89 ευρώ, το ποσό φόρου που αναλογεί ανέρχεται σε 8.420,61 ευρώ, το ποσό φόρου που παρακρατήθηκε ανέρχεται σε 8.294,30 ευρώ και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης ανέρχεται σε 777,16 ευρώ.
Η Εφορία διασταύρωσε τα στοιχεία της φορολογούμενης με εκείνα που δήλωσε η εταιρεία στο taxisnet και διαπίστωσε τεράστια διαφορά. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που δήλωσε η εταιρεία στην συγκεκριμένη εργαζομένη καταβλήθηκαν καθαρές αποδοχές ύψους 38.858,89 ευρώ, το ποσό του αναλογούντος φόρου ανέρχονταν σε 2.533,60 ευρώ και το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου σε 2.495,60 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, σε βάρος της φορολογούμενης καταλογίστηκε κύριος φόρος εισοδήματος ποσού 5.787,01 ευρώ, πλέον ειδική εισφορά αλληλεγγύης 549,41 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό πληρωμής 6.336,42 ευρώ.
Η υπάλληλος διαμαρτυρήθηκε στη ΔΟΥ προσκόμισε τη βεβαίωση των αποδοχών από την εταιρεία αλλά και την κίνηση του τραπεζικού της λογαριασμού για το έτος 2012, από τα οποία προέκυπτε το πραγματικό ύψος των καθαρών αμοιβών και ήταν ίδιο με εκείνο που η ίδια δήλωσε, αλλά επειδή τα στοιχεία που δήλωσε η εταιρεία στην εφορία ήταν διαφορετικά, επέμεινε στον καταλογισμό του υψηλότερου φόρου.
Υπήρξε επίσης... πρόβλημα επικοινωνίας της εφορίας με την εταιρεία, γεγονός που δυσχέρανε την ταχεία επίλυση της υπόθεσης. Η μη ανταπόκριση της εταιρείας στα αιτήματα της εφορίας για την παροχή στοιχείων, θεωρήθηκε ύποπτη από τις φορολογικές αρχές. Τελικά διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος στην εταιρεία και διαπιστώθηκε ότι το λάθος ήταν σκόπιμο, ενώ βρέθηκαν και πολλές άλλες παραβάσεις.