Το ισραηλινό περιοδικό Jerusalem Report --το περιοδικό του ομίλου της εφημερίδας Jerusalem Post-- ανακοίνωσε σήμερα ότι διαχωρίζει τη θέση του από έναν γελοιογράφο, διακόπτοντας τη συνεργασία μαζί του, καθώς αυτός παρουσίασε σε σκίτσο ως γουρούνια τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου μαζί με άλλους ακροδεξιούς βουλευτές καθώς αυτοί γιόρταζαν την ψήφιση του αμφιλεγόμενου νόμου περί «εβραϊκού έθνους-κράτους».
Πανηγυρίζοντας την υιοθέτηση του νομοσχεδίου από την Κνεσέτ, το ισραηλινό κοινοβούλιο, την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ορέν Χαζάν, βουλευτής του ακροδεξιού κόμματος Λικούντ --του κόμματος του Νετανιάχου-- τράβηξε μια σέλφι μαζί με τον πρωθυπουργό και άλλους βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού.
Σε ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε την Τρίτη στο Jerusalem Report, ο σκιτσογράφος Άβι Κατς πήρε τη φωτογραφία που έγινε πρωτοσέλιδο σε ισραηλινά μέσα, και σχεδίασε τους αξιωματούχους με γουρουνοκεφαλές.
Το σκίτσο συνοδευόταν από τη λεζάντα: «Όλα τα ζώα είναι ίσα,, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα», τη γνωστή φράση από το βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ «Η Φάρμα των Ζώων».
Η γελοιογραφία προκάλεσε αγανάκτηση σε κάποιους αναγνώστες στο Ισραήλ, όπου τα γουρούνια θεωρούνται ακάθαρτα και η κατανάλωσή τους απαγορεύεται από τον Ιουδαϊσμό. Κάποιοι έκαναν λόγο για αναμάσημα αντισημιτικών υπαινιγμών, που απεικονίζουν τους Εβραίους ως γουρούνια.
Το περιοδικό με ανακοίνωσή του ανέφερε ότι αποφάσισε να μην δημοσιεύσει τα σκίτσα του, καθώς μερικά από αυτά, προκάλεσαν αρνητικές αντιδράσεις. «Ένα σκίτσο που παρουσιάζει τους Ισραηλινούς ηγέτες με κεφάλια γουρουνιού προκαλεί ζημιά και πρόκληση και δεν έχει καμία θέση σε καμία από τις εκδόσεις μας», ανέφερε η εφημερίδα.
Όπως ανακοίνωσε, ο Κατζ ήταν ένας ελεύθερος επαγγελματίας και όχι εργαζόμενος του δημοσιογραφικού ομίλου.
Η Κνεσέτ ενέκρινε την Πέμπτη 19 Ιουλίου τον νόμο περί «εβραϊκού έθνους-κράτους», που ορίζει ότι μόνο στους Εβραίους αναγνωρίζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στη χώρα, κάτι που πολλοί αποκάλεσαν ρατσιστική απόφαση που μετατρέπει τη χώρα σε καθεστώς απαρτχάιντ.
Ο νόμος, μεταξύ άλλων, καταργεί την αναγνώριση της αραβικής ως επίσημης γλώσσας, ισότιμης με την εβραϊκή, υποβαθμίζοντάς τη σε ένα «ειδικό καθεστώς», επιτρέποντας πάντως τη συνέχιση της χρήσης της σε κάποιους κρατικούς θεσμούς.