Η Διεθνής Αμνηστία και δύο ακόμη μη κυβερνητικές οργανώσεις κατήγγειλαν το γεγονός ότι η Γαλλία εξακολουθεί να πουλά στρατιωτικό εξοπλισμό στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χώρες που κατηγορούνται ότι παραβιάζουν το ανθρωπιστικό δίκαιο στην Υεμένη, μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης για τις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού για το έτος 2017.
Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάστηκε χθες Τετάρτη στο γαλλικό κοινοβούλιο από την υπουργό Άμυνας Φλοράνς Παρλί, περίπου το 60% των παραγγελιών για γαλλικά στρατιωτικά συστήματα έγινε από τη Μέση Ανατολή, με την αξία των εξαγωγών αυτών να φτάνει τα 3,9 δισεκ. ευρώ σε σύνολο 6,9 δισεκ. ευρώ.
Πρώτο στον κατάλογο βρίσκεται το Κουβέιτ, με παραγγελίες αξίας 1,1 δισεκ. ευρώ, ακολουθεί το Κατάρ με 1,08 δισεκ. ευρώ, τα Εμιράτα με 701 εκ. και η Σαουδική Αραβία με 626 εκ.
«Η Γαλλία παρέδωσε το 2017 μόνο στη Σαουδική Αραβία πολεμικό υλικό αξίας μεγαλύτερης του 1,38 δισεκ. ευρώ, πολύ περισσότερα από το 2015 και το 2016», αναγάγοντας το Ριάντ «στον δεύτερο μεγαλύτερο πελάτη της Γαλλίας το 2017, παρά τις παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου από τον συνασπισμό που εμπλέκεται στη σύγκρουση στην Υεμένη», κατήγγειλε ο Εμερίκ Ελουέν της Διεθνούς Αμνηστίας σε ανακοίνωσή του, την οποία συνυπογράφει η ΜΚΟ ACAT και το Παρατηρητήριο Εξοπλισμών (Obsarm).
Μετά την επέμβαση το 2015 του συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία στην Υεμένη με στόχο την εκδίωξη των σιιτών ανταρτών Χούτι, σχεδόν 10.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, ενώ έχει προκληθεί και «η χειρότερη ανθρωπιστική κρίση παγκοσμίως», με εκατομμύρια ανθρώπους στα πρόθυρα του λιμού, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
«Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος που εμπλέκονται στη σύγκρουση είναι μεταξύ των μεγαλύτερων πελατών μας. Πρόκειται για μια κατάφωρη παραβίαση της σύμβασης για την πώληση όπλων και της κοινής θέσης της ΕΕ, η οποία απαγορεύει τη μεταφορά όπλων προς χώρες που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου», τόνισε ο Τονί Φορτέν της Obsarm.
«Η έκθεση αυτή αποτελεί μια νέα άσκηση έλλειψης διαφάνειας», επέκρινε από την πλευρά της η Ελέν Λεζέ της ACAT, εκτιμώντας ότι το έγγραφο που παρουσιάστηκε στο κοινοβούλιο «δεν προσφέρει καμία πληροφορία που να επιτρέπει στους βουλευτές να ασκούν έλεγχο στις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού».
Ωστόσο η Παρλί στην έκθεση διαβεβαιώνει ότι «οι εξαγωγές αυτές εντάσσονται στο ιδιαίτερα αυστηρό νομικό πλαίσιο» και «σέβονται το γράμμα των συνθηκών και τις διεθνείς δεσμεύσεις».