Τορπίλη στη δημοσιονομική πολιτική της χώρας αποτελεί η εγγραφή στο δημόσιο χρέος των εγγυήσεων που έχει χορηγήσει και θα χορηγήσει στη συνέχεια η κυβέρνηση στις τράπεζες, στο πλαίσιο του Ηρακλή Ι και ΙΙ.
Η Eurostat και οι θεσμοί ενημέρωσαν το οικονομικό επιτελείο για το αυτονόητο. Ότι δηλαδή, από τη στιγμή που δόθηκαν οι εγγυήσεις του Δημοσίου στις τράπεζες, για να προχωρήσουν στις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων, στο πλαίσιο των προγραμμάτων «Ηρακλής», τα ποσά θα πρέπει να εγγραφούν κάπου στα «λογιστικά βιβλία» του δημοσίου και ο χώρος εγγραφής τους είναι το δημόσιο χρέος.
Αυτό σημαίνει μια πρόσθετη επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος κατά τουλάχιστον 23 δισ. ευρώ ή 13 εκατοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Αν μάλιστα συνυπολογιστεί και η ικανοποίηση του νέου αιτήματος της Alpha Bank για την ένταξη στον Ηρακλή ΙΙ για ποσό εγγυήσεων ύψους 3,4 δις. ευρώ, το ποσό εκτινάσσεται στα 26,4 δισ. ευρώ ή κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Πρακτικά, αυτό θα σημάνει, εκτός των άλλων και την εφαρμογή «μνημονιακής πολιτικής» προκειμένου να μειωθεί, μεσοπρόθεσμα, το ύψος του χρέους, δηλαδή αναβολές στις μειώσεις φόρων.
Πάνω από 400 δισ. ευρώ
Στην πράξη, η ένταξη των εγγυήσεων του Ηρακλή στο δημόσιο χρέος σημαίνει ότι:
- Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει τα 400 δισ. ευρώ. Για το τέλος του 2021 εκτιμάται από το υπουργείο Οικονομικών ότι θα αυξηθεί στα 386,32 δισ. ευρώ ή στο 218,4% του ΑΕΠ, αλλά με την προσθήκη των τραπεζικών εγγυήσεων εκτινάσσεται στα 412.720 εκατ. ευρώ ή στο 233,4% του ΑΕΠ.
- Το χρέος Γενικής Κυβέρνησης θα υπερβεί τα 370 δισ. ευρώ. Για το τέλος του 2021 υπολογίζεται από το ΥΠΟΙΚ ότι θα διαμορφωθεί σε 350 δισ. ευρώ ή στο 197,9% του ΑΕΠ. Με την προσθήκη των τραπεζικών εγγυήσεων το ύψος του χρέους Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται στα 376,4 δισ. ευρώ, ή στο 212,8% του ΑΕΠ.
Δραματικές οι συνέπειες
Μετά την έκρηξη του χρέους λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δημιούργησε η πανδημία, και το αύξησε πάνω από το 200% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να έχει το δεύτερο υψηλότερο χρέος παγκοσμίως μετά την Ιαπωνία, τα χειρότερα έρχονται, λόγω τραπεζών.
Η αύξηση του χρέους τόσο ποσοτικά, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μεταβάλλει άρδην τη στάση των οίκων αξιολόγησης και θα φρενάρουν τις όποιες αναβαθμίσεις είχαν διάθεση να κάνουν στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Το γεγονός αυτό, θα διατηρήσει επί μακρόν την Ελλάδα, εκτός της επενδυτικής βαθμίδας, που σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν θα είναι επιλέξιμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τώρα είναι επιλέξιμα λόγω του PEPP, ένα μέτρο που λήφθηκε στο πλαίσιο των μέτρων ανάσχεσης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού.
Εφόσον λήξει το PEPP την άνοιξη, τα ελληνικά ομόλογα θα βρεθούν στα… αζήτητα των αγορών, θα μειωθούν οι τιμές τους στη δευτερογενή αγορά και θα αυξηθούν τα επιτόκιά τους.
Για να ξεπεράσει το σκόπελο η ελληνική οικονομία απαιτούνται εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, ώστε να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.