Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί το (συ)νομοθετικό όργανο της ΕΕ και ένα από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Τα μέλη του, οι ευρωβουλευτές εκλέγονται απευθείας από τους πολίτες για μία 5ετία. Κατά τη νέα, την 10η Κοινοβουλευτική Περίοδο (2024-2029), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα απαρτίζεται από 720 ευρωβουλευτές, οι οποίοι θα εκλεγούν από τις ευρωεκλογές που θα πραγματοποιηθούν σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ από τις 6 έως τις 9 Ιουνίου.
Οι ευρωβουλευτές μοιράζουν τον χρόνο τους ανάμεσα στην εκλογική περιφέρειά τους, στο Στρασβούργο, όπου διεξάγονται 12 σύνοδοι της ολομέλειας κάθε έτος (εκτός από τον Αύγουστο), και στις Βρυξέλλες, όπου συμμετέχουν σε πρόσθετες συνόδους, καθώς και σε συνεδριάσεις των επιτροπών και των πολιτικών ομάδων τους.
Ο ελάχιστος αριθμός ευρωβουλευτών ανά κράτος είναι 6 και ο μέγιστος 96
Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ την 1η Φεβρουαρίου 2020, η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου άλλαξε, καθώς ο αριθμός τους μειώθηκε από 751 σε 705. Τότε, από τις 73 έδρες που κατείχε το Ην. Βασίλειο, οι 27 αναδιανεμήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη (Ιρλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία, Ρουμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία, Δανία, Σλοβακία, Φινλανδία, Κροατία και Εσθονία).
Ωστόσο, λόγω των δημογραφικών αλλαγών στην ΕΕ, το 2023, το Συμβούλιο της ΕΕ αποφάσισε, με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να αυξήσει τον αριθμό των εδρών σε 720 (+15) για την επόμενη Κοινοβουλευτική Περίοδο (2024-2029). Να σημειωθεί ότι η νομοθεσία της ΕΕ επιτρέπει ως μέγιστο αριθμό του 750 ευρωβουλευτές, συν τον Πρόεδρο, και ότι ο αριθμός των εδρών ανά χώρα αποφασίζεται πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές. Στην κατανομή των εδρών λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος του πληθυσμού των κρατών μελών, καθώς και η ανάγκη για ένα ελάχιστο επίπεδο εκπροσώπησης για τους ευρωπαίους πολίτες από μικρότερες χώρες. Αυτή η αρχή της «φθίνουσας αναλογικότητας», η οποία κατοχυρώνεται στη Συνθήκη για την ΕΕ, σημαίνει ότι, ενώ οι μικρότερες χώρες έχουν λιγότερους βουλευτές από τις μεγαλύτερες χώρες, οι ευρωβουλευτές από μεγαλύτερες χώρες αντιπροσωπεύουν περισσότερους ανθρώπους από τους ομολόγους τους από τις μικρότερες χώρες. Πάντως, ο ελάχιστος αριθμός ευρωβουλευτών ανά χώρα είναι έξι και ο μέγιστος είναι 96.
Έτσι, μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ολλανδία θα λάβουν δύο επιπλέον έδρες, ενώ η Αυστρία, το Βέλγιο η Δανία, η Ιρλανδία, η Λετονία, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Φινλανδία θα λάβουν από μία επιπλέον έδρα. Συγκεκριμένα, λοιπόν, οι έδρες ανά κράτος μέλος μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου έχουν οριστεί ως εξής: Γερμανία 96, Γαλλία 81, Ιταλία 76, Ισπανία 61, Πολωνία 53, Ρουμανία 33, Ολλανδία 31, Βέλγιο 22, Ελλάδα, Τσεχία, Σουηδία, Πορτογαλία και Ουγγαρία από 21, Αυστρία 20, Βουλγαρία 17, Δανία, Φινλανδία, Σλοβακία από 15, Ιρλανδία 14, Κροατία 12, Λιθουανία 11, Σλοβενία και Λετονία από 9, Εσθονία 7 και Κύπρος Μάλτα και Λουξεμβούργο από 6.
Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκπροσωπούν όλους τους ευρωπαίους πολίτες. Κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα να μιλά στην επίσημη γλώσσα της επιλογής του/της, ενώ τα κοινοβουλευτικά έγγραφα δημοσιεύονται σε όλες τις 24 επίσημες γλώσσες της ΕΕ.
Οι πολιτικές ομάδες και η σύνθεσή τους
Οι ευρωβουλευτές δεν οργανώνονται βάση την εθνικότητά τους, αλλά βάση την πολιτική τους τοποθέτηση. Έτσι, αμέσως μετά την εκλογή τους θα ενταχθούν σε μία από τις πολιτικές ομάδες που θα συγκροτηθούν αμέσως μετά τις ευρωεκλογές και θα ανακοινωθούν στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την πρώτη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Σώματος, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 16-19 Ιουλίου. Μπορεί, όμως, κάποιοι ευρωβουλευτές να μην το πράξουν, οπότε πλέον θα ανήκουν στους «Μη Εγγεγραμμένους», όπως αποκαλούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Κατά την τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο (2019-2024), είχαν συγκροτηθεί επτά (7) πολιτικές ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Βάσει της πολιτικής τους δύναμης, η κατάταξή τους έχει ως εξής: ΚΟ τoυ Ευρωπαϊκoύ Λαϊκoύ Κόμματoς (ΕΛΚ-Χριστιαvoδημoκράτες) (https://www.eppgroup.eu/), Ομάδα της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (https://www.socialistsanddemocrats.eu/), Renew Europe Group (https://www.reneweuropegroup.eu/), Ομάδα τωv Πρασίvωv/Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία (https://www.greens-efa.eu/en/), Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) (https://ecrgroup.eu/), Ομάδα Ταυτότητας και Δημοκρατίας (ID) (https://www.idgroup.eu/) και Ομάδα της Αριστεράς στο ΕK-GUE/NGL (https://left.eu/).
Οι πολιτικές ομάδες συγκροτούνται αμέσως μετά τις ευρωεκλογές και για να σχηματιστεί απαιτείται η συμμετοχή τουλάχιστον 23 βουλευτών που πρέπει να εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα τέταρτο του συνόλου των κρατών μελών. Ωστόσο, πολιτικές ομάδες μπορούν να συγκροτηθούν και αργότερα κατά τη διάρκεια της 5ετίας.
Με τη σύσταση μιας ομάδας, ειδοποιείται ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μέσω δήλωσης στην οποία ορίζεται η ονομασία της ομάδας, τα μέλη της και το προεδρείο της, καθώς και για την πολιτική δήλωση, η οποία καθορίζει τους στόχους της ομάδας.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν χρειάζεται κανονικά να εκτιμήσει την πολιτική συγγένεια των μελών μιας πολιτικής ομάδας. Όταν οι ευρωβουλευτές σχηματίζουν την ομάδα, αποδέχονται εξ ορισμού ότι έχουν συγγενή πολιτική τοποθέτηση. Μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν το αποδέχονται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να εκτιμήσει εάν η συγκρότηση της ομάδας είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Κανονισμού (του ΕΚ). Η ένταξη ενός ευρωβουλευτή σε περισσότερες από μία πολιτικές ομάδες απαγορεύεται.
Κάθε πολιτική ομάδα μεριμνά για την εσωτερική της οργάνωση ορίζοντας έναν/μια πρόεδρο (ή, σε ορισμένες ομάδες, δύο συμπροέδρους), ένα προεδρείο και μια γραμματεία. Πριν από κάθε ψηφοφορία στην ολομέλεια, οι πολιτικές ομάδες εξετάζουν τις εκθέσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών και υποβάλλουν τροπολογίες. Η θέση κάθε πολιτικής ομάδας αποφασίζεται έπειτα από συζήτηση στους κόλπους της ομάδας, ενώ οι ευρωβουλευτές δεν μπορούν να υποχρεωθούν να δώσουν συγκεκριμένη ψήφο.
Συγκεκριμένα, για τις θέσεις που κάθονται οι ευρωβουλευτές στην αίθουσα συνεδριάσεων, αποφασίζονται βάσει της πολιτικής τους τοποθέτησης, από τα αριστερά προς τα δεξιά, έπειτα από συμφωνία μεταξύ των προέδρων των ομάδων. Οι επικεφαλής των πολιτικών ομάδων (πρόεδροι ή συνπρόεδροι) κάθονται πάντοτε στην πρώτη σειρά του ημικυκλίου είτε συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες είτε στο Στρασβούργο.
Οι 20 μόνιμες επιτροπές και η σύνθεσή τους
Το πολιτικό και νομοθετικό έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διεξάγεται από είκοσι μόνιμες επιτροπές και τέσσερις υποεπιτροπές, κάθε μία από τις οποίες εκλέγει έναν/μία πρόεδρο και έως τέσσερις αντιπροέδρους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, επίσης, να συστήνει προσωρινές επιτροπές για ειδικά ζητήματα και εξεταστικές επιτροπές για τη διερεύνηση παραβάσεων ή περιπτώσεων κακής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.
Στην αρχή της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει ποιοι βουλευτές θα συμμετάσχουν σε ποιες επιτροπές βάσει των προτιμήσεων που εκφράζουν, αλλά πρέπει ταυτόχρονα σε κάθε επιτροπή να αντικατοπτρίζεται και η συνολική πολιτική σύνθεση της ολομέλειας του ΕΚ.
Οι επιτροπές διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στη χάραξη πολιτικής, καθώς είναι αρμόδιες για την προετοιμασία των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως όσον αφορά νέες νομοθετικές προτάσεις. Περιληπτικά, οι επιτροπές τροποποιούν τις νομοθετικές προτάσεις μέσω της υιοθέτησης εκθέσεων, υποβάλλουν τροπολογίες στην ολομέλεια και ορίζουν διαπραγματευτικές ομάδες για την πραγματοποίηση των συνδιαλλαγών με το Συμβούλιο της ΕΕ. Επίσης, υιοθετούν εκθέσεις πρωτοβουλίας, διοργανώνουν ακροάσεις ειδημόνων και ελέγχουν το έργο των άλλων θεσμών και οργάνων της ΕΕ. Οι συνεδριάσεις των επιτροπών είναι δημόσιες και μεταδίδονται μέσω του διαδικτύου.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να αντλήσετε στην ειδική ιστοσελίδα στα ελληνικά στον ιστότοπο του ΕΚ στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.europarl.europa.eu/committees/el/home
Οι 45 αντιπροσωπείες με δραστηριότητα σε ολόκληρο τον πλανήτη
Οι αντιπροσωπείες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι επίσημες ομάδες βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διατηρούν και εμβαθύνουν τις σχέσεις του ΕΚ με κοινοβούλια, περιφέρειες και οργανισμούς τρίτων χωρών. Λειτουργούν δηλαδή ως ο πρωταρχικός σύνδεσμος του ΕΚ με άλλα νομοθετικά όργανα, ενώ σε συνεργασία με τις επιτροπές του και τους ευρωβουλευτές, ασκούν κοινοβουλευτική διπλωματία μέσω τακτικών συζητήσεων, προωθώντας την ΕΕ εν γένει και ενθαρρύνουν τους εταίρους να σεβαστούν τις αξίες και τα συμφέροντα της Ένωσης.
Συνολικά, λειτουργούν 45 αντιπροσωπείες και διαχωρίζονται σε αντιπροσωπείες σε επίσημες διακοινοβουλευτικές επιτροπές, σε αντιπροσωπείες σε πολυμερείς κοινοβουλευτικές συνελεύσεις και αντιπροσωπείες για τις σχέσεις με άλλη χώρα ή ομάδα.
Επισκεφτείτε την ειδική ιστοσελίδα στα ελληνικά στον ιστότοπο του ΕΚ στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.europarl.europa.eu/delegations/el/home
Η ολομέλεια του, πώς λειτουργεί και το νομοθετικό και πολιτικό έργο
Η συνεδρίαση της ολομέλειας αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου που συντελείται στις κοινοβουλευτικές επιτροπές και στις πολιτικές ομάδες. Η συνεδρίαση ολομέλειας είναι επίσης ο χώρος όπου οι αντιπρόσωποι των πολιτών της ΕΕ, οι ευρωβουλευτές, συμμετέχουν στην κοινοτική λήψη αποφάσεων και προβάλλουν την άποψή τους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο της ΕΕ (υπουργοί κρατών μελών).
Με το πέρασμα των χρόνων, το ΕΚ έχει ενισχύσει το ρόλο του και από απλό φόρουμ συζήτηση και συμβουλευτικό όργανο, κατόρθωσε να συναποφασίζει ισότιμα με το Συμβούλιο της ΕΕ για σχεδόν τα ¾ της κοινοτικής νομοθεσίας.
Στις συνεδριάσεις της ολομέλειας προεδρεύει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος επικουρείται στο έργο αυτό από τους 14 αντιπροέδρους. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης δίνει το λόγο στους ευρωβουλευτές και φροντίζει για την καλή διεξαγωγή των συζητήσεων, διευθύνει τις ψηφοφορίες, οι οποίες είναι ενίοτε παρατεταμένες και πολύπλοκες, ενώ οι δηλώσεις του/της κατά την έναρξη της ολομέλειας έχουν πολιτική βαρύτητα, καθώς το ΕΚ παρακολουθεί την επικαιρότητα και τις εξελίξεις σε όλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Ωστόσο, οι πολιτικές ομάδες είναι αυτές που αποφασίζουν ποια θέματα θα εξεταστούν σε συνεδρίαση ολομέλειας, ενώ μπορούν επίσης να υποβάλλουν τροπολογίες στις εκθέσεις που ψηφίζονται από την ολομέλεια και έχουν κατατεθεί από τις επιτροπές.
Η ημερήσια διάταξη καθορίζεται με ακρίβεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων των Πολιτικών Ομάδων, γεγονός κατανοητό και αποδεκτό από όλους λόγω και του μεγάλου αριθμού των συμμετεχόντων (720 ευρωβουλευτές). Όμως, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών (απαρτίζεται από τους προέδρους όλων των μόνιμων ή προσωρινών κοινοβουλευτικών επιτροπών) μπορεί να διατυπώνει συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης.
Στις συνεδριάσεις της ολομέλειας συμμετέχουν αντιπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου της ΕΕ με στόχο να διευκολύνουν τη συνεργασία των θεσμικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Εάν αυτό ζητηθεί, οι αντιπρόσωποι των δύο θεσμικών οργάνων προβαίνουν σε δηλώσεις ή απαντούν για τη δραστηριότητα των θεσμικών οργάνων τους, απαντώντας σε ερωτήσεις που τους θέτουν οι ευρωβουλευτές.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέρχεται σε ολομέλεια κάθε μήνα (πλην Αυγούστου) στο Στρασβούργο, από Δευτέρα έως Πέμπτη, ενώ πρόσθετες περίοδοι συνόδου διεξάγονται στις Βρυξέλλες.
Το νομοθετικό και μη νομοθετικό έργο και η διαδικασία του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού
Μόνο τα κείμενα που έχουν ψηφιστεί από την ολομέλεια και οι γραπτές δηλώσεις που έχουν προσυπογραφεί από την πλειοψηφία των μελών του αποτελούν επίσημες πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι πράξεις αυτές αφορούν διάφορα είδη κειμένων, ανάλογα με το εξεταζόμενο θέμα και την εφαρμοζόμενη νομοθετική διαδικασία.
* Οι νομοθετικές εκθέσεις είναι τα κείμενα που εξετάζονται από το ΕΚ στο πλαίσιο διάφορων κοινοτικών νομοθετικών διαδικασιών: συνήθης νομοθετική διαδικασία (συναπόφαση), σύμφωνη γνώμη και διαβούλευση. Επισημαίνεται ότι μόνο η συνήθης νομοθετική διαδικασία δίνει στο ΕΚ ρόλο νομοθέτη σε βάση ισοτιμίας με το Συμβούλιο της ΕΕ. Ως εκ τούτου, ορισμένες κοινοβουλευτικές εκθέσεις έχουν μεγαλύτερη νομοθετική «βαρύτητα» από άλλες.
Αρχικά, η Συνθήκη της Ρώμης, του 1957, ανέθετε στο Κοινοβούλιο συμβουλευτικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία και έτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε και το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκρινε τις νομοθετικές πράξεις. Με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) και, στη συνέχεια, με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας διευρύνθηκαν διαδοχικά οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ΕΚ μπορεί τώρα να συν-νομοθετεί ισότιμα με το Συμβούλιο στη μεγάλη πλειονότητα των τομέων με την αποκαλούμενη συνήθη νομοθετική διαδικασία (πρώην συναπόφαση), ενώ η διαβούλευση έγινε ειδική νομοθετική (ή και μη νομοθετική) που χρησιμοποιείται σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται τώρα σε περιορισμένο αριθμό νομοθετικών τομέων, όπως οι εξαιρέσεις της εσωτερικής αγοράς και το δίκαιο του ανταγωνισμού.
Η διαδικασία συναπόφασης καθιερώθηκε με η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ΕΕ (1992), ενώ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999) διευρύνθηκε και έγινε πιο αποτελεσματική. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, μετονομάστηκε σε συνήθη νομοθετική διαδικασία και έγινε η βασική νομοθετική διαδικασία στο σύστημα λήψης αποφάσεων της ΕΕ.
Η συνήθης νομοθετική διαδικασία θέτει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ίδιο επίπεδο με το Συμβούλιο της ΕΕ σε ευρύ φάσμα τομέων (για παράδειγμα οικονομική διακυβέρνηση, μετανάστευση, ενέργεια, μεταφορές, περιβάλλον, προστασία των καταναλωτών, κ.λπ.).
Καθ' όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, η Επιτροπή στηρίζει τους συννομοθέτες παρέχοντας τεχνικές εξηγήσεις και αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ουδέτερου διαμεσολαβητή και του παράγοντα διευκόλυνσης κατά τη διάρκεια των διοργανικών διαπραγματεύσεων.
Η διαδικασία της έγκρισης, που ήταν παλαιότερα γνωστή ως διαδικασία σύμφωνης γνώμης, εισήχθη με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 σε δύο τομείς: τις συμφωνίες σύνδεσης και τις συμφωνίες προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αυτής επεκτάθηκε με όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις των Συνθηκών.
Ως μη νομοθετική διαδικασία, συνήθως εφαρμόζεται στην κύρωση ορισμένων συμφωνιών τις οποίες διαπραγματεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση σοβαρών παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) καθώς και όσον αφορά την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην ΕΕ ή τις διευθετήσεις για αποχώρηση από την ΕΕ. Ως νομοθετική διαδικασία, χρησιμοποιείται επίσης για την έκδοση νέας νομοθεσίας καταπολέμησης των διακρίσεων, ενώ παρέχει τώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαίωμα αρνησικυρίας όταν εφαρμόζεται η επικουρική γενική νομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 352 ΣΛΕΕ.
Κατά τη διαδικασία της διαβούλευσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει νομοθετική πρόταση, ή να ζητήσει τροποποιήσεις. Το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται νομικά να λάβει υπόψη τη γνώμη του ΕΚ αλλά, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς να έχει λάβει τη γνώμη αυτή.
* Η διαδικασία του προϋπολογισμού. Το ΕΚ και το Συμβούλιο της ΕΕ συναποτελούν την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κάθε χρόνο καθορίζει τις δαπάνες και τα έσοδα της Ένωσης.
* Οι μη νομοθετικές εκθέσεις εκπονούνται από το ΕΚ με δική του πρωτοβουλία, στο πλαίσιο της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής. Εγκρίνοντας τα κείμενα αυτά, το ΕΚ απευθύνεται στα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά ή επικουρικά όργανα, στις εθνικές κυβερνήσεις, ή ακόμη σε τρίτες χώρες, για να επιστήσει την προσοχή τους σε ένα συγκεκριμένο θέμα και να τα ωθήσει να λάβουν θέση. Μολονότι δεν έχουν νομοθετική ισχύ, οι πρωτοβουλίες αυτές βασίζονται σε μια κοινοβουλευτική νομιμοποίηση που μπορεί να παρακινήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διατυπώσει προτάσεις, καθώς της ανήκει η νομοθετική πρωτοβουλία. Το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας χορηγείται αρχικά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και ακόμη περισσότερο με τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Βεβαίως, έχουν θεσπιστεί και άλλες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε συγκεκριμένα πεδία δράσης, π.χ. γνωμοδότηση σύμφωνα με το Άρθρο 140 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (Νομισματική Ένωση), διαδικασίες σχετικές με τον κοινωνικό διάλογο, διαδικασίες σχετικά με την εξέταση των εθελοντικών συμφωνιών, την Κωδικοποίηση νομοθεσίας, τα εκτελεστικά μέτρα και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κ.ά.