Τη σταδιακή έξοδο της ευρωζώνης από τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων με οριζόντια μέτρα και το πέρασμα σε μια εποχή στοχευμένης παροχής ρευστότητας, αλλά αναπόφευκτα και χρεοκοπιών, σηματοδοτεί η συζήτηση που θα γίνει τη Δευτέρα στο Eurogroup για τη φερεγγυότητα του επιχειρηματικού τομέα, στη βάση μιας ανάλυσης που έγινε από την Κομισιόν και αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «καθώς τα μεγάλα μέτρα εταιρικής στήριξης αρχίζουν να λήγουν, θα υπάρχει σταδιακά ανάγκη αντικατάστασής τους με πιο στοχοθετημένα συστήματα».
Ο Χρήστος Σταϊκούρας, όπως και οι άλλοι υπουργοί Οικονομικών, θα κληθεί να αποτιμήσει την κατάσταση σχετικά με το ρίσκο χρεοκοπιών στην Ελλάδα, να εκθέσει τις σοβαρότερες ανησυχίες του και να παρουσιάσει την προσέγγισή του σχετικά με τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης του επιχειρηματικού τομέα. Επιπλέον, οι υπουργοί Οικονομικών καλούνται να εξηγήσουν με ποιους τρόπους θεωρούν ότι θα πρέπει να εντοπισθούν με ακρίβεια οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας αλλά παραμένουν βιώσιμες, για να τους παρασχεθεί επαρκής χρηματοδότηση.
Μόνο στοχευμένα μέτρα
Η συζήτηση στο Eurogroup έχει, σε αυτή την φάση, διερευνητικό χαρακτήρα και δεν θα ληφθούν αποφάσεις δεσμευτικές για όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Όμως, είναι σαφές ότι από αυτή τη συνάντηση και μετά το αντικείμενο ενδιαφέροντος των υπουργών Οικονομικών θα πρέπει να μεταφερθεί από τη γενική παροχή στήριξης με μέτρα παροχής ρευστότητας στη σταδιακή απόσυρση και αντικατάστασή τους με στοχευμένα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, ότι η ρευστότητα υποστηρίζει βιώσιμες επιχειρήσεις και όχι «ζόμπι».
Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως προκύπτει από σχετικό γράφημα που περιλαμβάνεται στην έκθεση της Κομισιόν που θα συζητηθεί στο Eurogroup, η Ελλάδα ήταν το 2020 η χώρα της ευρωζώνης που κατατάσσεται τέταρτη σε χορηγήσεις νέων επιχειρηματικών δανείων από τις τράπεζες, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η καλή επίδοση αποδίδεται κυρίως στη συμβολή του κράτους και, ειδικότερα, στα προγράμματα επιδότησης επιτοκίου και παροχής εγγύησης για επιχειρηματικά δάνεια.
Οι χορηγήσεις νέων δανείων στις χώρες της ευρωζώνης (ποσοστό του ΑΕΠ)
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν:
- Η κρίση είχε σημαντικό αντίκτυπο σε ολόκληρο τον εταιρικό τομέα, ασκώντας ιδιαίτερη πίεση στις οικονομικά ευάλωτες επιχειρήσεις και ωθώντας ορισμένες προηγουμένως υγιείς επιχειρήσεις σε οικονομικές δυσχέρειες. Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα κρατικής στήριξης (με εξαίρεση τα συστήματα εργασίας μικρής διάρκειας) ή ο νέος δανεισμός, το 23% των εταιρειών της ΕΕ θα είχαν αντιμετωπίσει πρόβλημα ρευστότητας έως το τέλος του 2020.
- Το ποσοστό των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε δυσχέρεια ρευστότητας μετά την εξάντληση των αποθεμάτων ασφαλείας κεφαλαίου κίνησης κυμαίνεται από το 8% του συνόλου των επιχειρήσεων στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και ηλεκτρονικών έως 75% στον τομέα των υπηρεσιών στέγασης και τροφίμων.
- Η έλλειψη ρευστότητας είναι πιθανότερο να μεταφραστεί σε ανησυχίες φερεγγυότητας για επιχειρήσεις που ήταν οικονομικά ευάλωτες στην αρχή της κρίσης. Αυτές οι ευάλωτες επιχειρήσεις, που καθορίζονται από την υψηλή πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων πριν από την κρίση, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες πρόσβασης σε πιστώσεις.
- Για την οικονομία στο σύνολό της, σχεδόν οι μισές από όλες τις επιχειρήσεις που θα βρίσκονταν σε κίνδυνο ρευστότητας μέχρι το τέλος του 2020 λόγω του σοκ του Covid-19, είχαν ήδη υψηλό κίνδυνο αθέτησης υποχρεώσεων πριν από την κρίση και, ως εκ τούτου, είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν ανησυχίες φερεγγυότητας στη συνέχεια της.
- Σε τομεακό επίπεδο, μεταξύ των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν κινδύνους ρευστότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σχετικά λίγες επιχειρήσεις στους τομείς που επλήγησαν περισσότερο ήταν οικονομικά ευάλωτες πριν από την επιδημία του Covid-19. Για παράδειγμα, μόλις το 38% των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν κινδύνους ρευστότητας λόγω του σοκ covid-19 στον τομέα των υπηρεσιών στέγασης και τροφίμων ήταν οικονομικά ευάλωτες πριν από την εκδήλωση της πανδημίας, ενώ το 80% των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κίνδυνο ρευστότητας στην κατασκευή υπολογιστών και ηλεκτρονικών ήταν οικονομικά ευάλωτες πριν από την κρίση.
- Το εύρημα αυτό στηρίζει την εκτίμηση ότι η σοβαρότητα του σοκ φαίνεται να είναι η κύρια αιτία των προβλημάτων ρευστότητας στους τομείς που επλήγησαν σκληρά, ενώ τα βασικά μεγέθη των επιχειρήσεων είναι εκείνα που επηρεάζουν πρωτίστως την ικανότητά τους να ξεπεράσουν το σοκ στους λιγότερο επηρεαζόμενους τομείς.
- Οι διαφορές μεταξύ των χωρών στην πιθανότητα κινδύνου ρευστότητας απορρέουν από ένα συνδυασμό παραγόντων όπως, για παράδειγμα, η δομή παραγωγής των χωρών, η έκθεση στην πανδημία και η ισχύς των μέτρων περιορισμού.
- Μετά την ενεργοποίηση του αποθέματος ασφαλείας κεφαλαίου κίνησης και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές πολιτικές στήριξης των επιχειρήσεων, εκτός από τα καθεστώτα στήριξης της εργασίας που εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη, λιγότερο από το 20% των επιχειρήσεων διαπιστώνεται ότι αντιμετωπίζουν κινδύνους ρευστότητας στην Αυστρία, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο και τη Ρουμανία, ενώ το 30% ή περισσότερο θα αντιμετωπίσουν στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Σλοβακία και την Ισπανία.
- Καθώς εξελίσσεται η κρίση covid-19, ο εταιρικός τομέας της ζώνης του ευρώ αντιμετώπισε τις ελλείψεις ρευστότητας καταφεύγοντας σε δικά του ταμειακά αποθέματα, σε νέα προγράμματα δανεισμού και κρατικής στήριξης. Οι εταιρικές πιστώσεις αυξήθηκαν σημαντικά το 2020, με τον τραπεζικό δανεισμό να φθάνει στο πολλαπλάσιο των προ-πανδημικών επιπέδων σε ορισμένες χώρες (σ.σ.: αυτή είναι και η περίπτωση της Ελλάδας).
- Ενώ η νέα χρηματοδότηση έχει βοηθήσει τον εταιρικό τομέα να μετριάσει τις πιέσεις ρευστότητας και να ενισχύσει τα αποθέματα ασφαλείας, θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ικανότητά τους να επενδύουν στο μέλλον. Οι κρατικές εγγυήσεις δανείων αποτελούν ελαφρυντικό παράγοντα για τον πιστωτικό κίνδυνο τόσο των επιχειρήσεων όσο και των τραπεζών, αλλά ενδέχεται να δημιουργήσουν κίνδυνο αύξησης του δημοσιονομικού κόστους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, σε περίπτωση που οι εγγυήσεις αυτές καταπίπτουν.
- Η αυξημένη οικονομική δυσχέρεια σε ολόκληρο τον εταιρικό τομέα δεν αντικατοπτρίζεται ακόμη στους δείκτες Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Το ποσοστό των εταιρικών ΜΕΔ της ζώνης του ευρώ ανήλθε στο 5,23% του συνόλου των δανείων το 2ο τρίμηνο του 2020, οριακά χαμηλότερο από το προηγούμενο τρίμηνο (5,26%) και από 6,29% το Β' Τρίμηνο του 2019.
- Ενώ είναι σαφές ότι η ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους του ιδιωτικού τομέα έχει επηρεαστεί αρνητικά από την πανδημία, οι κρατικές πιστωτικές εγγυήσεις και η αποπληρωμή δανείων έχουν αποτρέψει μέχρι στιγμής την αύξηση των αθετήσεων υποχρεώσεων δανείων. Οι βασικοί δείκτες ΜΕΔ δεν αντικατοπτρίζουν ακόμη την υποκείμενη επιδείνωση του πιστωτικού προφίλ των δανειοληπτών. Επιπλέον, ο αριθμός των πτωχεύσεων το 2020 μειώθηκε σε σχέση με το 2019, λόγω διοικητικών καθυστερήσεων και, σε ορισμένες χώρες, αποπληρωμής δανείων και προσωρινής χαλάρωσης των κανονισμών πτώχευσης.
- Μετά τη λήξη των πρωτοφανών μέτρων δημόσιας στήριξης, ορισμένες επιχειρήσεις είναι πιθανό να αθετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση των ΜΕΔ και των πτωχεύσεων. Από το 3ο τρίμηνο του 2020, τα δάνεια σε αναστολή ανήλθαν σε 587 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου το 60% σχετιζόταν με εταιρικά δάνεια. Επιπλέον, 289 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια υπέκειντο σε συστήματα δημόσιων εγγυήσεων, με κάλυψη σχεδόν 70% για τα ανοίγματα αυτά.
- Μόλις καταργηθούν σταδιακά τα μέτρα αυτά, η ικανότητα των εταιρειών να αποπληρώσουν το χρέος θα είναι συνάρτηση των αρχικών επιπέδων χρέους, των επιπτώσεων της κρίσης και των μελλοντικών προοπτικών εσόδων. Συνολικά, ο όγκος των ΜΕΔ αναμένεται να αυξηθεί σε ολόκληρη την ΕΕ, αν και ο χρόνος και το μέγεθος αυτής της αύξησης παραμένουν αβέβαια. Η ισχυρότερη κεφαλαιακή θέση των τραπεζών σε σύγκριση με τη χρηματοπιστωτική κρίση θα πρέπει να τις βοηθήσει να απορροφήσουν καλύτερα το σοκ αυτή τη φορά.
- Τα δημοσιονομικά μέτρα εκτιμάται ότι ανήλθαν σε περίπου 4% του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ το 2020, πέραν της λειτουργίας αυτόματων σταθεροποιητών και δράσεων της ΕΕ. Το προσωρινό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, το οποίο έχει πλέον παραταθεί έως το τέλος του 2021, αύξησε τις δυνατότητες δημόσιας παρέμβασης για τη στήριξη της οικονομίας. Σε επίπεδο ΕΕ, οι δικαιούχοι (τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά) έχουν λάβει περίπου το 32% (του συνολικού ποσού) των μέτρων που ανακοινώθηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απορρόφησης σχετίζεται με τις δημόσιες εγγυήσεις. Υπάρχουν διαφορές στην υιοθέτηση των μέτρων μεταξύ των χωρών, ανάλογα με τον σχεδιασμό, τη ζήτηση και τα πιθανά διοικητικά σημεία συμφόρησης των μέτρων. Επιπλέον, υπήρξε ευρεία χρήση των μορατόριουμ, ιδίως από τις ΜΜΕ. Σε ορισμένες χώρες, πάνω από το 20% του συνόλου των εταιρικών δανείων είναι επιλέξιμα για μορατόριουμ.
Αλλαγή κατεύθυνσης προς επιλεκτικά μέτρα στήριξης
- Η γενική προσέγγιση για τη στήριξη των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούνται στα πρώτα στάδια της κρίσης αναμένεται να δώσει σταδιακά τη θέση της σε πιο στοχοθετημένες δράσεις που διοχετεύουν τη χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις που τη χρειάζονται και είναι βιώσιμες. Πολλά μέτρα επρόκειτο να λήξουν στο τέλος του 2020, ακόμη και εν μέσω πολυάριθμων παρατάσεων, και αναμένεται να καταργηθούν σταδιακά περισσότερα κατά τη διάρκεια του 2021.
- Το μείγμα πολιτικής που χρησιμοποιείται θα πρέπει να εξισορροπήσει προσεκτικά τους κινδύνους και να διαχειριστεί τους μεσοπρόθεσμους κινδύνους δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Επιπλέον, θα πρέπει να αντικατοπτρίζει διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς που σχετίζονται με την ψηφιακή και πράσινη οικονομία, οι οποίοι θα επηρεάσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα και την αγορά εργασίας –για ορισμένους τομείς περισσότερο από ό,τι για άλλους– στη φάση μετά την κρίση.
- Οι ορθές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα είναι καίριας σημασίας για την αντιμετώπιση μιας πιθανής αύξησης της αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων. Τα αποτελεσματικά πλαίσια αφερεγγυότητας ευθυγραμμίζουν τα κίνητρα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποπληρωθεί το βιώσιμο χρέος, ενώ το μη βιώσιμο χρέος επιλύεται γρήγορα. Θα είναι σημαντικό να αξιοποιηθεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής στον τομέα αυτό όσον αφορά την εφαρμογή των ειδικών ανά χώρα συστάσεων (σ.σ.: η Ελλάδα θέτει σε εφαρμογή τον νέο πτωχευτικό νόμο).
- Τα εθνικά καθεστώτα αφερεγγυότητας πιθανότατα θα χρειαστούν ενίσχυση από το Ταμείο Ανάκαμψης με ουσιαστικά κίνητρα και στήριξη. Δεδομένων των προσωρινών μέτρων που λαμβάνονται για τη χαλάρωση ή την αναστολή των απαιτήσεων για την υποβολή αίτησης πτώχευσης, καθώς και της αποπληρωμής δανείων που είχαν περάσει σε μορατόριουμ, ακόμη και η συνήθης ετήσια ροή των πτωχεύσεων πιθανόν να καθυστερήσει. Η διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας εν μέσω αφερεγγυότητας θα είναι ζωτικής σημασίας.
- Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις εξαντλούν τα ίδια κεφάλαια και τα καθεστώτα στήριξης μειώνονται, θα είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ένας αποτελεσματικός πιστωτικός δίαυλος. Οι επιχειρήσεις θα χρειαστούν εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης τόσο για την αντιμετώπιση των ελλείψεων ρευστότητας όσο και για τις επενδύσεις. Ωστόσο, έρευνες δείχνουν ότι οι πιστωτικές ανάγκες φαίνεται ήδη να ξεπερνούν τη διαθεσιμότητα πιστώσεων σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, γεγονός που δείχνει διεύρυνση του κενού εξωτερικής χρηματοδότησης.
- Ενώ οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ εισήλθαν στην τρέχουσα κρίση με γενικά ισχυρότερες ικανότητες απορρόφησης ζημιών, οι κανόνες παροχής δανείων έχουν αρχίσει να σφίγγουν. Κατά το τρίτο και ιδίως κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2020, οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ άρχισαν, συνολικά, να σφίγγουν τα πιστωτικά πρότυπα για τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ, καθώς αυξάνονταν οι αντιλήψεις για τους κινδύνους σε επίπεδο επιχείρησης και οικονομίας.
- Αναμένεται περαιτέρω σύσφιξη των κανόνων χρηματοδότησης. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΤ για τον δανεισμό, οι τράπεζες προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες χορήγησης δανείων και αύξηση των απαιτούμενων εξασφαλίσεων. Η αξιολόγησή τους για τις χρηματοοικονομικές θέσεις, τα πιστωτικά προφίλ και τις ταμειακές ροές των δανειοληπτών θα είναι πιο αυστηρή. Οι ΜΜΕ που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν ότι οι συνθήκες των τραπεζικών πιστώσεων θα γίνουν αυστηρότερες, λόγω της επιδείνωσης των εταιρικών ισολογισμών και των αβέβαιων μακροοικονομικών προοπτικών. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν κάποιο πλεονέκτημα με γενικά ισχυρότερες αρχικές κεφαλαιακές θέσεις και πιστοληπτική ικανότητα, συμμερίζονται την ανησυχία ότι οι γενικές οικονομικές προοπτικές θα μπορούσαν καταστούν εμπόδιο στην πρόσβασή τους σε εξωτερική χρηματοδότηση.