Οικονομία

Eurobank: Χαμηλά η Ελλάδα στις καταναλωτικές δαπάνες χωρών της ΕΕ


Στο συμπέρασμα πως "η μεγάλη ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η στασιμότητα και η ήπια ανάκαμψη των 2 τελευταίων ετών, οδήγησαν σε υψηλά επίπεδα τη διαφορά ανάμεσα στην κατά κεφαλήν δαπάνη – σε όρους ΑΕΠ, κατανάλωσης και επένδυσης – στην ΕΕ-28 και την Ελλάδα. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) την περασμένη εβδομάδα", κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της, η Eurobank.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, παρουσιάστηκε η πραγματική κατά κεφαλήν δαπάνη στην Ελλάδα – σε όρους ΑΕΠ, κατανάλωσης και επένδυσης – από το 2007 μέχρι το 2018. Η παράθεση των στοιχείων γίνεται σε όρους δείκτη σε σύγκριση με την ΕΕ-28. Το 2007, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 93% της ΕΕ-28. Έπειτα από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης το αντίστοιχο μέγεθος μειώθηκε σωρευτικά στο 72% και βάσει των τελευταίων στοιχείων διαμορφώθηκε στο 68% το 2018.

Η ελληνική οικονομία, σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από την 15η θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28 το 2007 διολίσθησε στην 22η το 2013 και στην 25η το 2018.

Σε ότι αφορά την κατά κεφαλήν ατομική καταναλωτική δαπάνη, ένα μέτρο του επιπέδου υλικής ευημερίας των νοικοκυριών, τα στοιχεία παρουσιάζουν παρόμοια συμπεριφορά με εκείνα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Eurobank, η κατά κεφαλήν ατομική καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα από το 100% του επιπέδου της ΕΕ-28 το 2007 μειώθηκε σωρευτικά στο 80% και 76% το 2013 και το 2018 αντίστοιχα.

Δηλαδή, το 2018, αν ο μέσος κάτοικος της ΕΕ-28 κατανάλωσε 100 μονάδες αγαθών και υπηρεσιών ο μέσος κάτοικος της Ελλάδας κατανάλωσε 76. Αυτή ήταν η 22η καλύτερη επίδοση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28 (από 14η και 16η το 2007 και το 2013 αντίστοιχα). Παρά την προαναφερθείσα μείωση, η ελληνική οικονομία εμφανίζει το μεγαλύτερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης (68,0% ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ) ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28. Επιπρόσθετα, ένα ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα χρηματοδοτείται μέσω της αρνητικής αποταμίευσης των νοικοκυριών. Τέλος, σε όρους κατά κεφαλήν επένδυσης παγίων, η ελληνική οικονομία από το 108% της ΕΕ-28 το 2007 κινήθηκε καθοδικά και απότομα στο 49% το 2013 και στο 37% το 2018.

Τα προαναφερθέντα στοιχεία αναδεικνύουν το μέγεθος της ελληνικής κρίσης σε σύγκριση με την μακροοικονομική επίδοση των κοινοτικών μας εταίρων (για μια σχετική ανάλυση βλέπε https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/7-imeres-oikonomia-24-08-18).

Κλείνοντας, σημειώνεται ότι η επιτάχυνση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για τη βελτίωση της μακροοικονομικής θέσης της χώρας ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ28. Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι η εφαρμογή πολιτικών (τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και στην πλευρά της ζήτησης) που θα καθιστούν βιώσιμη και διατηρήσιμη τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα υψηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης.