Ξεπέρασαν τις προσδοκίες τα οφέλη που είχε η Εθνική από τη συμφωνία με το Δημόσιο για την ανταλλαγή του Titlos με ελληνικά ομόλογα και φαίνεται ότι η κερδοφορία της τράπεζας θα δεχθεί αρκετές ακόμη «ενέσεις» από αυτή την πηγή, σε μια δύσκολη περίοδο εξυγίανσης του ισολογισμού.
Η ιστορία του Titlos αρχίζει από το 2003, όταν το Ελληνικό Δημόσιο είχε συμφωνήσει την ανταλλαγή (swap) δανείων σε γιεν με δάνεια σε ευρώ σε τεχνητά ευνοϊκή ισοτιμία, προκειμένου να εμφανισθεί μια μικρή μείωση του συνολικού χρέους της χώρας και να καλυφθεί το σχετικό κριτήριο ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Αργότερα, το swap αγοράσθηκε από την Εθνική Τράπεζα και, το 2008, εν μέσω κλιμάκωσης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, μετατράπηκε σε ένα νέο προϊόν, το Titlos, πάλι με τη βοήθεια της Goldman Sachs.
Οι νέοι τίτλοι που δημιουργήθηκαν με βάση το αρχικό swap χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από την Εθνική για να αντλήσει ρευστότητα της τάξεως των 5 δις. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά η ρευστότητα ζητήθηκε πίσω, όταν η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι το Titlos βασιζόταν σε μια εκτός αγοράς συναλλαγή του Δημοσίου, η οποία δεν απεικονιζόταν στο επίσημο χρέος.
Το πρόβλημα με το Titlos, που παρέμεινε για χρόνια, στη συνέχεια, στο χαρτοφυλάκιο της Εθνικής ήταν ότι ήταν μια ανταλλαγή επιτοκίων σχεδιασμένη για να λειτουργεί σε «κανονικές» συνθήκες επιτοκίων.
Όμως, η πολιτική μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ το μετέτρεψε σε μόνιμη πηγή ζημιών για την Εθνική, μέχρι που συμφωνήθηκε, τον Φεβρουάριο, να ακυρωθεί το swap και να μετατραπεί σε ένα κανονικό δάνειο προς το Δημόσιο, με την Εθνική να λαμβάνει κρατικά ομόλογα σε αντικατάσταση της συμφωνίας ανταλλαγής επιτοκίων.
Κατά το α’ τρίμηνο του 2019, φάνηκε πόσο επικερδής ήταν αυτή η συναλλαγή για την Εθνική (σημειώνεται ότι η κατάσταση θα ισορροπήσει πολύ αργότερα, όταν τα επιτόκια επανέλθουν σε «κανονικά» επίπεδα):
- Από τα συνολικά κέρδη, ύψους 131 εκατ. ευρώ, που εμφάνισε η Εθνική το α’ τρίμηνο του 2019, τα 56 εκατ. ευρώ είναι έκτακτο αποτέλεσμα από τη συμφωνία με το Δημόσιο, επειδή τα ομόλογα που πήρε η τράπεζα είχαν μεγαλύτερη λογιστική αξία από το swap επιτοκίων.
- Πέρα από αυτό το έκτακτο αποτέλεσμα, όμως, η συμφωνία με το Δημόσιο βελτίωσε κατά 89 εκατ. ευρώ τα κέρδη της τράπεζας με πρόσθετα, επαναλαμβανόμενα έσοδα. «Μετά την αντικατάσταση της Συμφωνίας Ανταλλαγής Επιτοκίων με ΟΕΔ τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα διαμορφώθηκαν σε €42 εκατ. έναντι ζημιών ύψους €47 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο», ανέφερε η τράπεζα. Κάπως έτσι, η Εθνική απέφυγε να εμφανίσει ζημιές το α’ τρίμηνο του έτους.
- Επιπλέον, όμως, η συμφωνία επέτρεψε στην Εθνική να αυξήσει «για πρώτη φορά μετά από πολλά τρίμηνα», όπως ανέφερε, και τα καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία ανήλθαν σε €290 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5% σε τριμηνιαία βάση. «Η αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων περιλαμβάνει μέρος της θετικής επίπτωσης από την ακύρωση της Συμφωνίας Ανταλλαγής Επιτοκίων (IRS) έναντι έκδοσης ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) στα μέσα Φεβρουαρίου», σημειώνει η Εθνική.
Τι φοβίζει τους αναλυτές
Ενόψει της αυριανής παρουσίασης της στρατηγικής της τράπεζας σε στρατηγικούς επενδυτές στο Λονδίνο, το σημαντικό όφελος από τη συμφωνία με το Δημόσιο για το Titlos είναι ένα ατού στα χέρια της διοίκησης Μυλωνά. Το ίδιο ισχύει και για το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, που θα περιορίσει αρκετά το λειτουργικό κόστος τα επόμενα χρόνια.
Όμως, οι αναλυτές των διεθνών οίκων είναι πολύ επιφυλακτικοί έναντι της Εθνικής για δύο λόγους: περιμένουν να δουν μια σοβαρή στρατηγική για την αύξηση των εσόδων από τόκους, που παραμένουν πολύ ασθενή, αλλά και πώς θα καταφέρει η τράπεζα να αποφύγει μεγάλου ύψους πρόσθετες προβλέψεις για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι και το 2021.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της HSBC, την τριετία 2019 – 2021 οι προβλέψεις για πιστωτικές ζημιές θα είναι σημαντικά αυξημένες, σε σχέση με προηγούμενη εκτίμηση, φθάνοντας τα 786 εκατ. ευρώ, παρότι η Εθνική έχει το υψηλότερο ποσοστό κάλυψης προβληματικών δανείων με προβλέψεις. Αυτό θα συμβεί επειδή η προσπάθεια εξυγίανσης του ισολογισμού θα επιταχυνθεί μέσω τιτλοποιήσεων και πώλησης δανείων, όπως εκτιμά η HSBC.