Η έρευνα κοινής γνώμης που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ – σε συνεργασία με την Prorata – σχετικά με την καταγραφή των πολιτικών και ιδεολογικών στάσεων της ελληνικής κοινής γνώμης έρχεται σε μια συγκυρία που η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια οιονεί προεκλογική περίοδο.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό το γεγονός πυκνώνει την πολιτική συζήτηση και οξύνει τις αιχμές των κομματικών ανταγωνιστών, οι οποίοι προσπαθούν να αναγνώσουν τις τάσεις της κοινής γνώμης, και ταυτόχρονα να διαμορφώσουν τα επίδικα της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης. Σε αυτές τις συνθήκες, οι πολιτικοϊδεολογικές στάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης δεν αποτελούν απλώς στιγμιαίες καταγραφές απόψεων, αλλά, αντίθετα, διαμορφούμενες στάσεις, οι οποίες μπορούν πλέον, υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να οδηγήσουν σε κομματικές επιλογές. Με άλλα λόγια, το πολιτικοϊδεολογικό περιβάλλον είναι αναπόφευκτα το πεδίο στο οποίο θα αναπτυχθούν το προσεχές διάστημα οι κομματικές αντιπαραθέσεις και θα εκπονηθούν οι επιμέρους κομματικές στρατηγικές.
Το πλαίσιο, επομένως, της έρευνας θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Βρισκόμαστε στην πρώιμη φάση μιας προεκλογικής περιόδου, δυόμισι χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, εν μέσω έντονων οικονομικών πιέσεων στο εσωτερικό, που αναμένεται να επιδεινωθούν το επόμενο φθινόπωρο, και εξωτερικής αστάθειας, τόσο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία όσο και λόγω της κλιμάκωσης της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια διαπίστωση που έχει προκύψει από έρευνες του ΕΝΑ και της Prorata (εδώ και εδώ) και κατά τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι η αστάθεια, η αβεβαιότητα και η πίεση λειτουργούν πολλές φορές υπέρ της αναζήτησης θεσμών, προσώπων ή και εννοιών που αναφέρονται σε ένα πρόταγμα σταθερότητας ή έστω εκπληρώσουν ένα αίτημα κάποιου τύπου συλλογικής συνοχής.
Στη συγκυρία αυτή η έρευνα διαρθρώνεται σε τρεις μεγάλες ενότητες: α) Πολιτικό ενδιαφέρον, πολιτική εμπλοκή, πολιτική διαθεσιμότητα, εμπιστοσύνη στους θεσμούς, β) Ιδεολογία και πολιτικοϊδεολογικές ταυτότητες και γ) Στάσεις για πολιτικές και θεματικές επικαιρότητας.
Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνονται τα εξής:
1. Είναι σαφές ότι η εδραιωμένη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος οδηγεί σε αποτιμήσεις της πολιτικής διαδικασίας ως συνυφασμένης κυρίως με το φαινόμενο της διαφθοράς. Αυτή η ανάγνωση συνιστά οπωσδήποτε αντίδραση σε υπαρκτές ανεπάρκειες και παθολογίες της πολιτικής διαχείρισης. Οι πολίτες διατηρούν, ωστόσο, υψηλές προσδοκίες από την πολιτική και σε πολύ μεγάλο βαθμό μπορούν να φανταστούν εαυτούς ως συμμέτοχους στην πολιτική διαδικασία. Μπορούμε, επομένως, να συναγάγουμε, χωρίς φυσικά να γενικεύουμε, ότι οι αποτυχίες της πολιτικής είναι βασική αιτία για τη ανάδυση συναισθημάτων τα οποία στρέφονται κυρίως ενάντια στους φορείς της πολιτικής και λιγότερο ενάντια στην ίδια την πολιτική. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική ως δυνατότητα κινητοποίησης αλλαγών, αλλά προς το παρόν φαίνεται πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα ματαιώνει τις προσδοκίες τους.
2. Η εμπιστοσύνη, από την άλλη πλευρά, προς ορισμένους θεσμούς είναι ένας κρίσιμος δείκτης του τρόπου με τον οποίο κατανοούν οι πολίτες τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Όπως είδαμε, την υψηλότερη εμπιστοσύνη συγκεντρώνουν θεσμοί με μακρά ιστορική παρουσία, οι οποίοι αποπνέουν σταθερότητα σε μια εποχή ρευστότητας. Πρακτικά, οι τρεις θεσμοί –στρατός, πανεπιστήμιο, ΕΣΥ– αντιστοιχούν σε τρεις λειτουργίες του κράτους που κατεξοχήν συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή: άμυνα και ασφάλεια, εκπαίδευση και κοινωνική κινητικότητα, υγεία και επιβίωση. Η προτίμηση στο ΕΣΥ είναι απότοκο της πανδημίας, ο στρατός είναι παράγοντας ασφάλειας σε εποχές ανασφάλειας λόγω γεγονότων που προσλαμβάνονται ως εξωτερικές απειλές, το πανεπιστήμιο είναι ένας τρόπος καλλιέργειας δυνατοτήτων για ένα καλύτερο μέλλον. Από εκεί και πέρα, οι αιρετοί θεσμοί ή οι θεσμοί που υπόκεινται σε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο δεξιώνονται χαμηλή εμπιστοσύνη, όπως επίσης και τα εκτεθειμένα ΜΜΕ, αλλά και η Εκκλησία, ιδίως στη συνάφεια της πανδημίας. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έλλειμμα αξιοπιστίας, καθώς η εμπιστοσύνη υποδηλώνει δεσμό με θεσμούς ή συστήματα πολιτικών σχέσεων που πάνω κάτω παρέχουν, έστω και ανεπαρκώς, αυτά τα οποία είναι επιφορτισμένα να προσφέρουν.
3. Η διάκριση «Αριστερά – Δεξιά» εξακολουθεί να είναι ένα μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται η εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού.
Προφανώς τα επίδικα στη συγχρονία είναι ενδεχομένως διαφορετικά και ενίοτε απομακρύνονται από τις παραδοσιακές ορίζουσες της διάκρισης. Ωστόσο, αυτού του είδους η διαίρεση εξακολουθεί να έχει νόημα όσο υπάρχει ο καπιταλισμός και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αυτός εγκαθιδρύει, όσο υπάρχουν ανισότητες και όσο υπάρχουν κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που αντιστρατεύονται μια τέτοιου είδους κανονικότητα. Όπως φάνηκε από πολλαπλά ευρήματα της έρευνας, υπάρχουν ζητήματα που παράγουν πολώσεις, όπως επίσης και διαφορετικές προσεγγίσεις όσο κινούμαστε από τα αριστερά προς τα δεξιά. Προφανώς οι πολιτικοϊδεολογικές κατηγορίες δεν είναι τόσο συμπαγείς όσο ήταν κάποτε, αλλά εξακολουθούν, έστω και σε μικρότερο βαθμό, να κανοναρχούν τον κομματικό ανταγωνισμό. Και τα δύο μεγάλα κόμματα διεκδίκησης της εξουσίας φαίνεται πως εδράζονται σε σχετικά αμιγείς αριστερόστροφες και δεξιόστροφες βάσεις.
4. Ο χώρος του κέντρου –έτσι όπως τουλάχιστον ορίζεται από την επιλογή της θέσης 5– μοιάζει να μην έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, άλλοτε τείνει προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Ο κεντρώος χώρος είναι προοδευτικός με όρους πολιτισμικού φιλελευθερισμού, αλλά πιο κοντά στη δεξιά με όρους οικονομίας. Ενδεχομένως η αυτοτοποθέτηση στο κέντρο να υποδηλώνει και μια αμηχανία για το πού θα κινηθεί μια μελλοντική εκλογική επιλογή. Οι αρνούμενοι την αυτοτοποθέτησή τους στον άξονα «Αριστερά – Δεξιά» φαίνεται πως λαμβάνουν περισσότερο πολωτικές στάσεις, εκφράζουν μεγαλύτερη δυσπιστία στο πολιτικό σύστημα και είναι περισσότερο επιρρεπείς σε εικόνες αστάθειας.
5. Οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων εμφανώς επιδρούν στις αναπαραστάσεις του πολιτικού ανταγωνισμού, έτσι όπως αυτές κατανοούνται από τους πολίτες. Τα δίπολα «πρόοδος – συντήρηση» και «λαϊκισμός – υπευθυνότητα» υπερκαλύπτουν εν προκειμένω το «Αριστερά – Δεξιά», κυρίως γιατί τα κόμματα προπαγανδίζουν κατά βάση αυτά τα δύο δίπολα. Άρα, ό,τι εμφανίζεται την έρευνα ως τάση δεν είναι προφανώς μια στάσιμη κατάσταση, αλλά μια συνθήκη που μπορεί να μεταβληθεί μέσα από τη δυναμική του κομματικού ανταγωνισμού. Το σίγουρο είναι ότι η επένδυση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην καλλιέργεια ενός ισχυρού «αντί» που μπορεί να δημιουργεί συσπειρώσεις και να κατανικά τους δισταγμούς των αναποφάσιστων πλήττει καταρχάς τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως όταν το «αντί» που ο ίδιος προβάλλει δεν πλαισιώνεται από εναλλακτική που κινητοποιεί τις απαραίτητες ποιοτικά και ποσοτικά εγκλήσεις.
6. Τέλος, είναι εμφανές ότι η πανδημία αλλά και η αλληλουχία των αλλεπάλληλων κρίσεων έδειξαν ότι πολλές θεματικές εμφάσεις νεοφιλελεύθερης κοπής, όπως για τον περιορισμένο ρόλο του κράτους στην οικονομία ή τη θέση του ιδιωτικού τομέα, έχουν παύσει να θεωρούνται σταθερά σημεία κοινής λογικής σε αρκετές κατηγορίες της κοινής γνώμης• φαίνεται πλέον να μορφοποιείται μια νέα κοινή λογική, που επενδύει σε πλευρές μιας περισσότερο αριστερόστροφης προοδευτικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η μικρή αλλά ορατή εμπιστοσύνη στον ρόλο του κράτους, η αναγνώριση μιας κάποιας αναδιανομής, η στήριξη σε θεματικές πολιτισμικού φιλελευθερισμού δείχνουν τάσεις απομάκρυνσης από παλαιότερες συντηρητικές σταθερές. Η διάδοση, βέβαια, τέτοιων ιδεών δεν αρκεί από μόνη της.
Πρέπει να υπάρχει ο αναγκαίος πολιτικός προσδιορισμός από τα υποκείμενα του πολιτικού ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά το είδος της πολιτικής αντίληψης με την οποία επικοινωνεί μια θεματική και ακόμα περισσότερο τον τρόπο ενεργοποίησης της κοινωνίας για την προώθηση ή την υπεράσπισή της. Κι αυτό είναι προφανές και από τις αντιφάσεις που από την ίδια την κοινωνία ανακύπτουν σε ό,τι αφορά τους στόχους και τα μέσα των πολιτικών (βλ. πχ μείωση φορολογίας, αλλά φορολόγηση πλούσιων και ισχυρές δαπάνες για δημόσια αγαθά και υποδομές). Είναι, επομένως, η ώρα των κομματικών προγραμμάτων και της γείωσής τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό.
Όλη η έρευνα και η πλήρης ανάλυσή της από τον Κώστα Ελευθερίου: https://bit.ly/3RenSi3