Μάλλον αιφνιδιάστηκε η διεθνής κοινή γνώμη στις 15 Αυγούστου του 2021, την ημέρα που οι Ταλιμπάν μπήκαν ...περπατώντας στην Καμπούλ, ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Ασράφ Γκάνι και ανακατέλαβαν την εξουσία, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Πολλοί αναλυτές είχαν προβλέψει ότι η πτώση της κυβέρνησης Γκάνι θα ήταν αναπόφευκτη μετά τη συμφωνία των Ταλιμπάν με τις ΗΠΑ τον Φεβρουάριο του 2020 και την αποχώρηση των νατοϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, αλλά κανείς δεν περίμενε ότι αυτό θα συμβεί τόσο γρήγορα.
Παρά την αμερικανική κριτική ήταν φανερό ότι με τον Χαμίντ Καρζάι και αργότερα, με τον Ασράφ Γκάνι στο «τιμόνι» της χώρας, είχε γίνει κάποια πρόοδος στο Αφγανιστάν. Εμφανίστηκαν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, επικράτησε στοιχειώδης σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όλο και περισσότερα κορίτσια πήγαιναν στο σχολείο, με προοπτική να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο, ενώ μία αναδυόμενη «μεσαία τάξη» άρχισε να απολαμβάνει σχετική ευημερία. Όλα αυτά φαίνεται να ανατρέπονται με την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία.
Σκοταδισμός για τις γυναίκες
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, το Αφγανιστάν είναι σήμερα η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία οι γυναίκες δεν ...επιτρέπεται να φοιτήσουν σε πανεπιστήμιο. Μέσα σε λίγους μήνες οι Ταλιμπάν έδιωξαν τις περισσότερες γυναίκες που εργάζονταν στη δημόσια διοίκηση. Η Διεθνής Αμνηστία επισημαίνει ότι από τότε που εγκαθιδρύθηκε πάλι το ισλαμιστικό καθεστώς στην Καμπούλ, εκατομμύρια γυναίκες στερούνται στοιχειώδη ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα.
Η Ζολία Παρσί, ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν, δηλώνει στην Deutsche Welle ότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται για το μέλλον των παιδιών της. «Μία από τις κόρες μου έπρεπε να είναι ήδη στο πανεπιστήμιο και μία άλλη ετοιμαζόταν να τελειώσει το σχολείο», λέει. «Όταν βλέπω σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρίσκονται τώρα, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να διαμαρτυρηθώ. Και δεν θα σιωπήσω, αν δεν ανακτήσουμε τα δικαιώματά μας». Η περιθωριοποίηση των γυναικών δεν ήταν η μοναδική αθέτηση υποσχέσεων που έδωσαν οι Ταλιμπάν για να υπογράψουν τoν Φεβρουάριο του 2020 με τις ΗΠΑ τη «συμφωνία της Ντόχα», με την οποία δρομολογήθηκε η αποχώρηση των νατοϊκών στρατευμάτων. Μεταξύ άλλων οι Ταλιμπάν είχαν υποσχεθεί και μία κυβέρνηση που θα εκπροσωπεί ευρύτερα στρώματα της αφγανικής κοινωνίας, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Διωγμός για τα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης
Οπισθοδρόμηση και στην ελευθερία του τύπου. Τον τελευταίο χρόνο πολλά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης ανέστειλαν τη λειτουργία τους, με αποτέλεσμα να παραμείνουν άνεργοι εκατοντάδες δημοσιογράφοι. Μιλώντας στην Deutsche Welle ο Μοχάμαντ Ζία Μπούμια, επικεφαλής της Ένωσης Ελεύθερων ΜΜΕ για το Αφγανιστάν, ο οποίος έχει διαφύγει στο γειτονικό Ιράν, λέει ότι η καταρράκωση της ελευθεροτυπίας οφείλεται στην καταστολή των Ταλιμπάν, αλλά και στη διαρκή συρρίκνωση της οικονομίας. «Οι Ταλιμπάν έχουν επιβάλει αυστηρή λογοκρισία, όχι μόνο στην ενημέρωση, αλλά και στην ψυχαγωγία», τονίζει ο Αφγανός δημοσιογράφος. «Προσπάθησαν κι εμένα να με συλλάβουν. Ήρθαν στο σπίτι μας πολλές φορές. Όταν απείλησαν και την οικογένειά μου, δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να φύγω από το Αφγανιστάν».
Έκκληση στη διεθνή κοινότητα να στηρίξει την ελεύθερη δημοσιογραφία στο Αφγανιστάν απευθύνει ο Χουτζατουλάχ Μουτζανίντι, επικεφαλής ανεξάρτητης δημοσιογραφικής ένωσης. Σύμφωνα με τους «Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα» μόνο τους τελευταίους τρεις μήνες έχει βάλει «λουκέτο» το 43% των μέσων ενημέρωσης που λειτουργούσαν προηγουμένως, ενώ και στη δημοσιογραφία οι Ταλιμπάν βάζουν στο στόχαστρο τις γυναίκες. Τον Δεκέμβριο του 2021 εργάζονταν στον κλάδο συνολικά 3.950 άνδρες και μόλις 410 γυναίκες.
Επανέρχεται ο κίνδυνος της τρομοκρατίας;
Καθώς οι Ταλιμπάν αθετούν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει για να υπογραφεί η «συμφωνία της Ντόχα», το καθεστώς τους δεν αναγνωρίζεται διεθνώς, κάτι που επιδεινώνει περαιτέρω την οικονομική δυσπραγία στη χώρα. Εκατομμύρια Αφγανοί είναι άνεργοι, οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί έχουν παγώσει. Τον Ιανουάριο τα Ηνωμένα Έθνη απηύθυναν έκκληση να συγκεντρωθούν 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ώστε αν αποφευχθεί «η μεγαλύτερη ανθρωπιστική τραγωδία». Είναι το υψηλότερο ποσό που έχει ζητήσει ποτέ ο διεθνής οργανισμός για μία μεμονωμένη χώρα. Όμως κανείς δεν θέλει να αποστείλει χρήματα απευθείας στους Ταλιμπάν.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η σημερινή κατάσταση στο Αφγανιστάν είναι παρόμοια με εκείνη που επικρατούσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, όταν η διεθνής κοινότητα είχε άλλες προτεραιότητες και δεν κατάφερε να εστιάσει εγκαίρως στη δικτύωση των Ταλιμπάν με τρομοκρατικές ομάδες. Ο Φαρίντ Αμίρι, πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος στην Καμπούλ, δηλώνει στην Deutsche Welle ότι «οι Ταλιμπάν διατηρούν δεσμούς με διεθνή τρομοκρατικά δίκτυα. Η επιστροφή τους στην εξουσία έχει ενδυναμώσει οργανώσεις των τζιχανιστών στην περιοχή. Καθώς θα εδραιώνουν την παρουσία τους, θα εντείνονται οι στρατηγικοί δεσμοί με υποστηρικτές και χρηματοδότες της τρομοκρατίας, κάτι που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή, αλλά και ευρύτερα...»
Πηγή DW