Ένα δικό της «σχέδιο Μάρσαλ», με πόρους που έχουν φθάσει τα 46,3 δισ. ευρώ μέσα στο πρώτο εξάμηνο της κρίσης του κορονοϊού, έχει θέσει σε εφαρμογή η ΕΚΤ για να κρατήσει όρθια την ελληνική οικονομία. Αυτός ο πακτωλός ρευστότητας έχει αποτρέψει τον αποκλεισμό του Δημοσίου από την αγορά ομολόγων και σταθεροποίησε το τραπεζικό σύστημα, αλλά η στήριξη δεν έχει φθάσει στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν συνθήκες ασφυξίας.
Αποκαλυπτικά της μεγάλης έκτασης της παρέμβασης της ΕΚΤ για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, που κάνει τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας από την κυβέρνηση να φαίνονται… ψίχουλα, είναι τα στοιχεία που δημοσίευσε την 1η Οκτωβρίου το Ευρωσύστημα για τα υπόλοιπα των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο σύστημα πληρωμών Target II.
Πρόκειται για το σύστημα που αποτελεί την «καρδιά» της ευρωζώνης, καθώς μέσω αυτού οι εθνικές τράπεζες δανείζουν ή δανείζονται μεταξύ τους, με την ΕΚΤ σε ρόλο εκκαθαριστή των συναλλαγών αυτών. Πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία, εμφανίζονται με θετικό υπόλοιπο στο Target II (δηλαδή έχουν δανείσει ελλειμματικές κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών), ενώ χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2009, είναι συνεχώς ελλειμματικές.
Το αρνητικό υπόλοιπο της Ελλάδας, δηλαδή τα χρήματα που χρωστάει η Τράπεζα της Ελλάδος σε άλλες κεντρικές τράπεζες, είχε ξεπεράσει και τα 100 δισ. ευρώ το 2012 και το 2015, όταν τις τράπεζες κρατούσε «ζωντανές» ο μηχανισμός έκτακτης χρηματοδότησης της ΕΚΤ, γνωστός και ως ELA. Στα τέλη του 2019, το άνοιγμα είχε μειωθεί αισθητά και, τον Φεβρουάριο 2020, πριν ξεσπάσει η κρίση του κορονοϊού, είχε υποχωρήσει στα 25,4 δισ. ευρώ.
Από τον Μάρτιο, η ΕΚΤ ενεργοποίησε το ειδικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία, με την Ελλάδα για πρώτη φορά να συμμετέχει, ενώ έθεσε σε εφαρμογή και πρόγραμμα δανεισμού των τραπεζών με αρνητικό επιτόκιο έως και -1%, το λεγόμενο TLTRO της πανδημίας.
Από αυτό το σημείο άρχισε η ξέφρενη αύξηση του ανοίγματος της χώρας στο Ευρωσύστημα, που έφθασε τον Αύγουστο, με τη συμπλήρωση ενός εξαμήνου κρίσης του κορονοϊού, στα 71,7 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το ευρωσύστημα απελευθέρωσε ρευστότητα 46,3 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας!
Σώθηκαν οι τράπεζες και το Δημόσιο
Οι ευεργετικές συνέπειες αυτής της τεράστιας παρέμβασης από την κεντρική τράπεζα είναι ορατές κυρίως σε δύο επίπεδα:
- Το τραπεζικό σύστημα της χώρας «στέκεται στα πόδια του», καθώς από τα 46,3 δισ. ευρώ, περίπου τα 36 δισ. ευρώ αποτελούν δάνεια αρνητικού επιτοκίου στις τράπεζες. Δηλαδή δάνεια που δεν αυξάνουν απλώς τη ρευστότητα των τραπεζών, αλλά από τη στιγμή που εκταμιεύονται δίνουν στις τράπεζες κέρδος με τη μορφή του αρνητικού επιτοκίου. Μάλιστα, επειδή η ΕΚΤ σε αυτό το πρόγραμμα TLTRO δεν έχει υποχρεώσει τις τράπεζες να χρησιμοποιούν αυτή τη ρευστότητα για να δανείζουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, οι τράπεζες μπορούν να την αξιοποιούν για εύκολα κέρδη από κρατικούς τίτλους.
- Το ελληνικό Δημόσιο έμεινε «στον αφρό» σε αυτή την κρίση, που δεν εξελίχθηκε σε μια κρίση χρέους όπως αυτή του 2009 – 2010, παρότι τον Μάρτιο, πριν ανακοινωθούν τα μέτρα της ΕΚΤ, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είχε εκτιναχθεί κοντά στο 4% και ουσιαστικά σηματοδοτούσε τον αποκλεισμό της από την αγορά ομολόγων (ήταν απαγορευτικά υψηλό για νέες εκδόσεις). Η Ελλάδα είναι σήμερα, όμως, μια από τις πλέον ωφελημένες χώρες της ευρωζώνης από τις αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος για την πανδημία, αφού αυτές υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι να έχει υποχωρήσει κοντά σε επίπεδα ρεκόρ η απόδοση του 10ετούς ομολόγου, χαμηλότερα και από το 1% την Παρασκευή, κάτι που επιτρέπει στο υπ. Οικονομικών να βγαίνει σε τακτά διαστήματα στην αγορά για να αυξάνει το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων του.
Δεν φθάνει το ρευστό στις επιχειρήσεις
Κάπου εδώ, όμως, τελειώνει η θετική πλευρά της ιστορίας, αφού η πρωτοφανής αυτή ένεση ρευστότητας δεν φθάνει στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που παραμένουν σε συνθήκες ασφυξίας.
Αυτό συμβαίνει γιατί, αφενός, δεν έχει αποκατασταθεί η σοβαρή βλάβη του ιμάντα μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής: «φορτωμένος» με τεράστια υπόλοιπα «κόκκινων» δανείων και ανησυχώντας για την κεφαλαιακή τους επάρκεια, οι τράπεζες δεν μπορούν να μεταφέρουν στην πραγματική οικονομία, με μορφή δανείων, τη ρευστότητα που λαμβάνουν από την ΕΚΤ. Αφετέρου, ο επιχειρηματικός ιστός της χώρας έχει υποστεί τεράστιες βλάβες από την πολυετή κρίση, με αποτέλεσμα, όπως έλεγε πρόσφατα κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, να μην είναι περισσότερες από 20.000 οι επιχειρήσεις που πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια για να πάρουν δάνεια.
Έτσι, η εικόνα της Ελλάδας, αν προσπαθήσει κανείς την σκιαγραφήσει μέσα από τα στοιχεία για τις ροές του χρήματος, φαντάζει εντελώς παράδοξη: από τη μια η χώρα δείχνει να… πνίγεται από υπερβάλλουσα ρευστότητα, αλλά την ίδια στιγμή η πλειονότητα των επιχειρήσεων δίνουν καθημερινό αγώνα για να μην… πεθάνουν από δίψα.