Αποδεσμεύτηκαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί και οι θυρίδες των κατηγορούμενων για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, μια διαδικασία που μεθοδεύτηκε από τον περασμένο Νοέμβριο.
Η δέσμευση των λογαριασμών και των θυρίδων που συμπλήρωσαν 18μηνο, έληξε στις 19 Μαΐου 2020 και οι κάτοχοι των συγκεκριμένων λογαριασμών μπορούν να διακινούν ελεύθερα τα χρήματα των τραπεζικών τους λογαριασμών σε ελληνικές και ξένες τράπεζες όπως και το περιεχόμενο των θυρίδων τους.
Πρόκειται για κατηγορούμενους για τεράστιας έκτασης φοροδιαφυγής, είσπραξη μίζας, δωροδοκίες και ξέπλυμα χρήματος, οι οποίοι αποκτούν ξανά πρόσβαση στους λογαριασμούς και στις θυρίδες τους. Μεταξύ αυτών είναι και όσοι βρίσκονται στις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς ή στις λίστες των Εμβασμάτων, ή είναι εμπλεκόμενοι και κατηγορούμενοι για τις υποθέσεις Siemens, C4i, εξοπλιστικών προγραμμάτων κ.λπ.
Η απελευθέρωση τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων προβλέφθηκε από τον ν. 4637/2019, που ψήφισε η κυβέρνηση τον περασμένο Νοέμβριο, με διάταξη του οποίου τέθηκαν ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί στις δικαστικές αρχές για την εκδίκαση των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Πιο συγκεκριμένα ο ν. 4637/2019 «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις» προβλέπει ότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που κατηγορούνται για μαύρο χρήμα, δεν μπορεί να παρατείνεται πέραν των 18 μηνών, με το σκεπτικό ότι το ίδιο χρονικό όριο ισχύει και για την προσωποκράτηση, όταν διαπράττονται άλλα εγκλήματα.
Για να παραταθεί η δέσμευση πέραν του 18μήνου θα πρέπει να αποφανθεί έγκαιρα, ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη αυτή ισχύει για τις νέες υποθέσεις ήτοι για όσες εκκινούν οι διωκτικές διαδικασίες από τις 18 Νοεμβρίου 2019 (ημερομηνία δημοσίευσης στο ΦΕΚ του νόμου 4637/2019).
Για τις παλαιές υποθέσεις, εκείνες δηλαδή, που εκκρεμούν στα γραφεία των δικαστικών αρχών (οικονομικών εισαγγελέων, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες κ.λπ. και οι οποίες έχουν ήδη συμπληρώσει το 18μηνο της δέσμευσης, υποχρεούνται ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να αποφασίσουν, για κάθε υπόθεση, εάν θα παραταθεί ή όχι η δέσμευση.
Μάλιστα, προβλέπεται, ότι, αν οι δικαστικές αρχές, δεν αποφανθούν εντός τριμήνου, τότε η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων καταργείται αυτοδικαίως. Αυτό σήμαινε ότι οι δικαστικές αρχές είχαν προθεσμία μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου να ολοκληρώσουν την επεξεργασία όλων των υποθέσεων που είχαν συμπληρώσει 18μηνο, υπό τον όρο, ότι αν δεν εξεταστούν και δεν αποφανθούν οι δικαστικές αρχές για παράταση του χρόνου της δέσμευσης, μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2020, τότε οι κάτοχοι των λογαριασμών και των θυρίδων αποκτούν ξανά την ελευθερία πρόσβασης στους λογαριασμούς και στο περιεχόμενο των θυρίδων τους.
Υπό την πίεση της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο προέβη σε επέκταση της παράτασης της προθεσμίας ολοκλήρωσης της επεξεργασίας των συγκεκριμένων υποθέσεων, για ένα επιπλέον τρίμηνο μέχρι τις 19 Μαΐου 2020.
Σε κάθε περίπτωση, ο ασφυκτικός χρονικός περιορισμός της διάρκειας εξέτασης των υποθέσεων μαύρου χρήματος, προκαλεί τεράστια προβλήματα στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και στις εισαγγελικές αρχές.
Αιτία είναι ο χρόνος που απαιτείται για τη διαλεύκανση των συγκεκριμένων υποθέσεων, καθώς είναι εξαιρετικά χρονοβόρες οι διαδικασίες, αφού προβλέπουν την αποστολή αιτημάτων σε τράπεζες του εξωτερικού για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, όχι μόνο σε χώρες που συνεργάζονται αλλά και σε χώρες οι οποίες δεν συνεργάζονται.
Αποτέλεσμα είναι, πλέον, αν δεν προλάβει η Αρχή να ολοκληρώσει τον έλεγχο της υπόθεσης μέσα στο 18μηνο, ο κάτοχος των τραπεζικών λογαριασμών και των θυρίδων, αποκτά πλήρη πρόσβαση στους λογαριασμούς του και έχει όλη την ευχέρεια να μεταφέρει χρήματα σε άλλους λογαριασμούς ή να επιχειρήσει τη νομιμοποίησή του.
Το «γαϊτανάκι» των αλλαγών στη νομοθεσία
Η αρχική διάταξη του ν. 4557/2018 προέβλεπε συγκεκριμένα τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των θυρίδων όσων κατηγορούνται για ξέπλυμα, μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεσή τους.
«Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40.
Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, των τίτλων, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοπιστωτικό οργανισμό και επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στον συνδικαιούχο, σε περίπτωση δε θυρίδων και στον πληρεξούσιο του μισθωτή».
Τον περασμένο Νοέμβριο, στο ν.4637/2019 εντάχθηκε η ακόλουθη διάταξη:
«Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση.
Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των παραγράφων 1-3 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018.
Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παύει αυτοδικαίως να ισχύει».
Ακολούθησε η τροπολογία που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο που αναφέρει τα εξής: «Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 του ν. 4637/2019 (Α' 180) αντικαθίσταται ως εξής:
Εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ήτοι έως τις 19 Μαΐου 2020, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση».