Μπορεί να δικαιώθηκαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το δικαίωμά τους να επισπεύδουν πλειστηριασμούς για λογαριασμό funds που έχουν αποκτήσει κόκκινα δάνεια μέσω τιτλοποιήσεων, όμως οι εταιρείες διαχείρισης δανείων (servicers) αντιμετωπίζουν καθημερινή αμφισβήτηση στις δικαστικές αίθουσες, όσον αφορά τη νομιμότητα των συμβάσεων που έχουν συνάψει με τα funds, οι οποίες διαπιστώνεται από δικηγόρους ότι είναι διάτρητες.
Στην Ελλάδα τιτλοποιήθηκαν με μαζικό τρόπο μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεκάδων δισ. ευρώ και σήμερα οι servicers έχουν υπό τη διαχείρισή τους δάνεια συνολικού ύψους άνω των 90 δισ. ευρώ. Αυτές οι μαζικές τιτλοποιήσεις έγιναν βεβιασμένα και με προχειρότητα, με αποτέλεσμα να έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση οι συμβάσεις με τις οποίες τα funds αναθέτουν στους servicers τη διαχείριση των δανείων και με βάση τις οποίες οι εταιρείες διαχείρισης προσφεύγουν στα δικαστήρια εναντίον των οφειλετών.
Το πρόβλημα φαίνεται ότι έχει τεράστια έκταση και δίνεται η δυνατότητα στους δανειολήπτες να μπλοκάρουν τις εις βάρος τους δικαστικές ενέργειες, όπως είναι οι πλειστηριασμοί. Όπως επισημαίνει η δικηγόρος Κωνσταντίνα Λεκάκου, το σύνολο των συμβάσεων διαχείρισης που έχουν δημοσιευτεί στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στερείται των αναγκαίων ουσιωδών όρων που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει, με αποτέλεσμα το ανυπόστατο, άλλως το άκυρο αυτών.
Σχετικοί ισχυρισμοί, προσθέτει, μπορούν να προβληθούν επιτυχώς στα αρμόδια Δικαστήρια, προκειμένου να ανασταλούν ή και να ακυρωθούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και να αποφευχθούν πλειστηριασμοί ακινήτων, όπως πολλάκις έχει κριθεί δικαστικώς. Σημειώνουμε επίσης, ότι η ακυρότητα δεν αναγνωρίζεται αυτοδικαίως, αλλά μόνο κατόπιν άσκησης των αναγκαίων ένδικων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων.
Η αναγκαιότητα μελέτης εκάστης σύμβασης πώλησης – μεταβίβασης, αλλά και εκάστης σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, προκειμένου να διακριβωθεί η εγκυρότητα και το υποστατό τους, καθίσταται επιβεβλημένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να μην απωλέσουν θεμελιώδη δικαιώματα και σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, τονίζει η κ. Λεκκάκου.
Η ίδια εξηγεί ότι η διαδικασία της πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από τραπεζικά προϊόντα διέπεται στη χώρα μας από ένα πολύπλοκο και πολυσχιδές νομικό πλέγμα, με κυρίαρχους κυρίως τους νόμους 3156/2003 και 4354/2015. Οι νόμοι αυτοί, σε συνδυασμό και με έτερα νομοθετήματα, θεσπίστηκαν για να εξασφαλίσουν την απόλυτη διαφάνεια των συγκεκριμένων συναλλαγών, αλλά και την προστασία του δανειολήπτη – καταναλωτή, με γνώμονα την αδυναμία μεταβολής της ουσιαστικής και δικονομικής του θέσης απέναντι στο νέο δικαιούχο της απαίτησης, όπως αυτός εκπροσωπείται από το διαχειριστή.
Μεταξύ των αυστηρών και ρητώς προβλεπόμενων, στο υπάρχον νομικό πλαίσιο, διατάξεων που διέπουν την πώληση και μεταβίβαση, αλλά και τη διαχείριση, περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικές με την διαχειριστική εξουσία, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την απόδοση σε αυτήν συστατικού τύπου, ο οποίος πρέπει σε κάθε περίπτωση να φέρει ελάχιστο περιεχόμενο.
Η σύμβαση διαχείρισης δηλαδή, που διευθετεί την σχέση μεταξύ του αλλοδαπού fund και της ελληνικής εταιρείας διαχείρισης, θα πρέπει να είναι έγγραφη, να υποβάλλεται σε συγκεκριμένη δημοσιότητα και να φέρει εκ του νόμου συγκεκριμένο ελάχιστο περιεχόμενο. Στο άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015 επί παραδείγματι, προβλέπεται ότι στην σύμβαση διαχείρισης θα πρέπει να αναφέρονται οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης.
Όμως, το σύνολο των διαδικασιών πώλησης – μεταβίβασης, αλλά και ανάληψης διαχείρισης στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και αδιαφάνεια, εξαιτίας του ευκαιριακού χαρακτήρα των εταιρειών διαχείρισης και της έντονης επιθυμίας τους να εκκαθαρίσουν το προβληματικό και χρονίζον χαρτοφυλάκιο των κόκκινων δανείων.