Οι φόβοι για την τουρκική οικονομία φαίνεται να γίνονται πραγματικότητα, σύμφωνα με έκθεση της Capital Economics, η οποία προβλέπει παράλληλα ότι η Τουρκία θα εμφανίσει δύο τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ μέσα στο 2018.
«Τα στοιχεία που δείχνουν ότι το α' τρίμηνο ήταν ισχυρό υποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη για το σύνολο του 2018 θα διαμορφωθεί πέριξ του 3,5%, ενώ εκτιμούμε ότι θα επιβραδύνει περαιτέρω το 2019 στο 2,5%. Αυτή θα είναι μία πολύ πιο αδύναμη επίδοση απ' ότι πολλοί περιμένουν», σημειώνει ο οίκος.
Τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι η τουρκική οικονομία αναπτύχθηκε με υψηλότερο του αναμενόμενου ρυθμό 7,4% σε ετήσια βάση, έναντι 7,3% στο δ' τρίμηνο του 2017. Ωστόσο, το πρόσφατο sell-off στην τουρκική λίρα – η οποία υποχωρεί σε ποσοστό 20% έναντι του δολαρίου φέτος – και η συνολική αύξηση των επιτοκίων κατά 500 μονάδες βάσης, συνεπάγονται ότι όλα αυτά είναι πλέον παρελθόν.
Σύμφωνα με την Capital Economics, ο αντίκτυπος από τη διολίσθηση της λίρας θα φανεί στα επόμενα τρίμηνα, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να κορυφωθεί στο 14% τον Αύγουστο. Αυτό θα έχει αρνητική επίδραση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στην καταναλωτική δαπάνη. Επίσης, η λίρα εκτιμάται ότι θα υποτιμηθεί περαιτέρω κοντά στο επίπεδο των 4,8 λιρών ανά δολάριο φέτος και στις 5 λίρες το 2019.
Το επόμενο ορόσημο είναι σαφώς οι εκλογές, με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι ο πρόεδρος Ερντογάν και το κόμμα του είναι κοντά στη νίκη αν και ο αγώνας είναι αμφίρροπος. Αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν, τότε ο μεγαλύτερος φόβος σχετίζεται με το κατά πόσο ο Ερντογάν θα προχωρήσει με όσα έχει δεσμευθεί, όπως ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής και η μείωση των επιτοκίων. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε νέο shell-off στις τουρκικές αγορές και η ειρωνεία είναι ότι θα αναγκάσουν την κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια.
Τέλος, ακόμη και αν ο Ερντογάν χάσει, κανείς δεν μπορεί να πεις με σιγουριά ότι βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, η οικονομία θα δείξει καλύτερο πρόσωπο. Μία στροφή προς πιο ορθόδοξες πολιτικές θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλό επίπεδο για αρκετό καιρό και πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική.