Να... ξηλώσει τη συμφωνία του 2018 για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% σε μεγάλο βάθος χρόνου θα επιδιώξει η κυβέρνηση, έχοντας όμως απέναντί της τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, που τονίζουν ότι πλεονάσματα αυτού του ύψους αποτελούν βασική προϋπόθεση για να παραμείνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, αλλά και τον νέο υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, που ήταν φανατικός υποστηρικτής του Grexit, ως απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, εξέφρασε χθες ανοικτά τη δυσφορία της κυβέρνησης για όσα προβλέπονται στη συμφωνία με βάση την οποία έληξε, το καλοκαίρι του 2018, το τρίτο μνημόνιο, στρεφόμενος ευθέως εναντίον του βασικού δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% στο διηνεκές. Ένα στόχο που είχε αποτελέσει αντικείμενο δραματικών διαβουλεύσεων εκείνη την περίοδο και μάλιστα είχε θεωρηθεί υπερβολικά υψηλός ακόμη και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο έκρινε ότι η ελληνική οικονομία δεν άντεχε ένα πλεόνασμα υψηλότερο από 1,5% του ΑΕΠ. Τελικά, ο συμβιβασμός είχε γίνει στο 2,2% διότι με αυτό το ποσοστό στους υπολογισμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν θα χρειάζονταν μέτρα δραστικής ελάφρυνσης, όπως ένα μεγάλο κούρεμα, με τα οποία ήταν επίμονα αντίθετη η Γερμανία.
Ο κ. Σκυλακάκης τόνισε χθες σε ομιλία του, αναφερόμενος στους δημοσιονομικούς στόχους ότι: «Εμείς δεν δεσμευτήκαμε στο Μεσοπρόθεσμο σε δημοσιονομικούς στόχους, άλλος μας δέσμευσε το 2018 για δεκαετίες. Ακόμη, όμως, και αν είχαμε δεσμευτεί, η δέσμευση της Ελλάδας, δεν είναι, μόνο, προς τους θεσμούς και τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η δέσμευση είναι και προς τις αγορές. Για τα επόμενα 30 χρόνια θα πρέπει να μεταφέρουμε, κάθε έτος, ένα σοβαρό μέρος του χρέους μας από τα δάνεια που έχουμε λάβει, από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στις αγορές». Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε πως αυτή η μεταφορά είναι μονόδρομος και ότι για να συμβεί πρέπει να πετυχαίνει η Ελλάδα ήπια πρωτογενή πλεονάσματα. «Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όποιος σας λέει ότι κάτι άλλο είναι εφικτό, δεν έχει μεγάλη επαφή με τη δημοσιονομική πραγματικότητα και την πραγματικότητα γενικότερα», πρόσθεσε.
Η αναφορά Σκυλακάκη σε «ήπια» πλεονάσματα, προφανώς αρκετά χαμηλότερα από το 2,2% που προβλέπονται σήμερα, έρχεται την ώρα που ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι της τελευταίας (12ης) έκθεσης αξιολόγησης από τους Θεσμούς στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, στην οποία περιλαμβάνεται μια... τεντωμένη ανάλυση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, όπου οι Θεσμοί είναι εμφανές ότι προσπαθούν με κάθε δυνατό «μαγείρεμα» στις βασικές παραδοχές να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το χρέος μπορεί να είναι βιώσιμο, άρα δεν χρειάζεται και οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση του στο ορατό μέλλον, η οποία θα άνοιγε, σε πολιτικό επίπεδο, το κουτί της Πανδώρας για τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Θεσμοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το χρέος είναι βιώσιμο, με τρεις απαράβατους όρους: να βελτιωθούν τα επόμενα χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να παραμείνει χαμηλό το κόστος δανεισμού και, βεβαίως, να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρέκκλιση από την παραδοχή ότι η Ελλάδα θα εμφανίζει στην περίοδο μέχρι το 2060 πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ ετησίως. Με αυτές τις υποθέσεις, διαμορφώνεται το βασικό σενάριο της ανάλυσης, που δείχνει ότι δεν θα ξεπεράσει η Ελλάδα το 15% του ΑΕΠ σε ετήσιες ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, άρα το χρέος κρίνεται βιώσιμο, με βάση αυτό το βασικό ερμηνευτικό κλειδί που έχει υιοθετήσει, τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη, προκειμένου να βρεθεί ένας τρόπος να χαρακτηρίζεται βιώσιμο ένα χρέος όπως το ελληνικό, ακόμη και σήμερα που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή αν οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι χαμηλότεροι, ή αυξηθεί το κόστος δανεισμού (αύξηση ασφαλίστρου κινδύνου), το ελληνικό χρέος ξεφεύγει κατά πολύ από το κριτήριο του 15% και καθίσταται μη βιώσιμο, σύμφωνα με τους Θεσμούς. Σε όλα τα σενάρια, πάντως, «άγκυρα» της βιωσιμότητας του χρέους αποτελεί ο στόχος για πλεόνασμα του 2,2%, τον οποίο σήμερα η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να επαναδιαπραγματευθεί για να αποκτήσει περισσότερα περιθώρια ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Η συζήτηση αυτή θα γίνει σε δύο στάδια: πρώτα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση των Ευρωπαίων για το γενικό πλαίσιο, δηλαδή για την αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, καθώς από το αποτέλεσμα αυτής της συζήτησης θα διαμορφωθεί και η γενικότερη κατεύθυνση για τους ειδικούς κανόνες που θα ισχύουν για την Ελλάδα, καθώς η χώρα μας αποτελεί... κατηγορία από μόνη της, δεδομένο ότι έχει εξαιρετικά υψηλό χρέος, το οποίο θα πρέπει να διατηρηθεί βιώσιμο, ώστε να αποφύγει η Ευρώπη τη δύσκολη συζήτηση για κούρεμα. Αυτή η διαπραγμάτευση θα πρέπει να ολοκληρωθεί τον Μάιο, ενώ τον Ιούνιο τυπικά λήγει η περίοδος τετραετούς ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας και, εφόσον η χώρα έχει καλύψει τα προαπαιτούμενα, θα πρέπει να βγει από την ειδική εποπτεία, με μια συμφωνία για την μελλοντική της πορεία. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να θέσει το αίτημα για μια νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, όπου, με νέες παραδοχές, θα βγαίνει το συμπέρασμα ότι μπορεί να μειωθεί ο στόχος για το 2,2% του ΑΕΠ, χωρίς να απαιτείται μια αναδιάρθρωση του χρέους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση που θα γίνει για μια χαλάρωση της δημοσιονομικής «θηλιάς» δεν θα ήταν ούτως ή άλλως εύκολη, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που θα βρισκόταν στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, καθώς η μείωση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων της Ελλάδας θα αύξανε τους κινδύνους για ένα «ατύχημα» με το χρέος. Πολύ περισσότερο, όμως, αυτό ισχύει στην παρούσα συγκυρία, όπου τη θέση του υπουργού Οικονομικών αναλαμβάνει ο φιλελεύθερος πολιτικός Κρίστιαν Λίντνερ, γνωστός για τις επιθέσεις που εξαπέλυε στον Β. Σόιμπλε επειδή ήταν υπερβολικά... επιεικής προς την Ελλάδα. Ο Λίντνερ, στις αρχές του 2017, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η μεγάλη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, είχε ξεκαθαρίσει ότι τέτοια αναδιάρθρωση η Γερμανία θα έπρεπε να δεχθεί μόνο στο πλαίσιο ενός προγράμματος προσωρινής αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη (Grexit). Μάλιστα, το FDP του Λίντνερ έχει ταχθεί πρόσφατα κατά της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, υποστηρίζοντας τις θέσεις των πιο «σκληρών» χωρών, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία και η Δανία.
Σαφώς, ο Λίντνερ δεν θα εκφράζει μόνο τις προσωπικές του θέσεις ως υπουργός Οικονομικών μιας τρικομματικής κυβέρνησης, με δύο κόμματα (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι) που έχουν πολύ πιο διαλλακτικές θέσεις στα δημοσιονομικά και, γενικότερα, στα ευρωπαϊκά θέματα. Όμως, είναι απορίας άξιον πώς ένας πολιτικός με τις θέσεις που έχει πάρει ο Λίντνερ έναντι της Ελλάδας θα μπορούσε να προσυπογράψει μια συμφωνία για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων για τη χώρα μας...