Αλωνίζει το «μαύρο χρήμα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς, όπως αποκαλύπτει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε ορισμένα κράτη δεν ταυτοποιούν ούτε τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τις συναλλαγές με τον ΑΦΜ των φυσικών προσώπων ή των εταιρειών!
Στην έκθεσή του για το 2021, που υυπέβαλε στην Κομισιόν, το ΕΕΣ υπολογίζει τις ετήσιες απώλειες εσόδων σε 190 δισ. ευρώ, καθώς όπως σημειώνει, οι έλεγχοι που διενεργούνται από τις αρχές των κρατών είναι ανεπαρκείς και η συνεργασία μεταξύ των κρατών είναι υποτυπώδης, με αποτέλεσμα να εκτρέφονται η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή.
Ο ολοένα αυξανόμενος όγκος των διασυνοριακών συναλλαγών δυσχεραίνει τον από μέρους των κρατών μελών ορθό υπολογισμό των οφειλόμενων φόρων, ενθαρρύνοντας έτσι τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή, τονίζει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και αποκαλύπτει πως, τα απολεσθέντα μόνο λόγω της φοροαποφυγής εταιρειών φορολογικά έσοδα στην ΕΕ εκτιμάται ότι κυμαίνονται ετησίως μεταξύ 50 και 70 δισ. ευρώ και ότι φθάνουν τα 190 δισ. ευρώ περίπου εάν ληφθούν υπόψη ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις και οι αδυναμίες στην είσπραξη των φόρων.
Διευκρινίζεται ότι, τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν στις απώλειες φορολογικών εσόδων, που έχουν τα κράτη – μέλη, από τη μη φορολόγηση των συγκεκριμένων συναλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των συγκεκριμένων συναλλαγών, που δεν ελέγχονται επαρκώς και υποκρύπτουν φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή, υπερβαίνουν αισθητά το 1 τρισ. ευρώ.
Οι 10 καυτές επισημάνσεις του ΕΕΣ
Οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση του ΕΕΣ, προέκυψαν από επιτόπιους ελέγχους σε πέντε κράτη (την Κύπρο, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία και την Ισπανία), αλλά όπως σημειώνει, τα ίδια ισχύουν για όλα τα κράτη.
Ειδικότερα οι διαπιστώσεις του ΕΕΣ είναι οι ακόλουθες:
- Εντοπίστηκαν διάφορα προβλήματα σε σχέση με την ποιότητα των δεδομένων DAC2, κυρίως όσον αφορά τη μη υποβολή ΑΦΜ της αλλοδαπής. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται από τη νομοθεσία να καταγράφουν και να αναφέρουν τους φορολογικούς αριθμούς των δικαιούχων λογαριασμών, ακόμα και αυτούς που έχουν εκδοθεί από άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, από τα δεδομένα που ανταλλάσσονται μεταξύ κρατών μελών, μόνο το 70 % των λογαριασμών με δικαιούχους φυσικά πρόσωπα συνδέονται με ΑΦΜ και μόνο το 73 % των λογαριασμών με δικαιούχους νομικά πρόσωπα35 συνδέονται με αριθμό μητρώου εταιρείας.
- Τα κράτη μέλη σπάνια συνδέουν τις πληροφορίες που αποστέλλουν μέσω της Αυτόματης Ανταλλαγής Πληροφοριών (ΑΕΟΙ) με ΑΦΜ που έχει εκδοθεί από τη χώρα κατοικίας του φορολογούμενου. Κατά την τριετή περίοδο 2015-2017, μόνο το 2 % των φορολογούμενων για τους οποίους πραγματοποιήθηκε AEOI συσχετίστηκαν με ΑΦΜ που είχε εκδοθεί από τη λαμβάνουσα χώρα. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν άλλα δεδομένα (όνομα, διεύθυνση, ημερομηνία γέννησης, κ.λπ.) για να πραγματοποιούν την αντιστοίχιση των δεδομένων με τους δικούς τους φορολογούμενους κατοίκους ημεδαπής. Ωστόσο, ο ΑΦΜ είναι μια μοναδική ταυτοποίηση για κάθε φορολογούμενο και η συμπερίληψή του θα αύξανε την ικανότητα των κρατών μελών να εντοπίζουν τους ενδιαφερόμενους φορολογούμενους και να εκτιμούν σωστά τους σχετικούς φόρους.
- Ένα άλλο πρόβλημα σχετικά με την ποιότητα των δεδομένων είναι η αλληλεπικάλυψη αρχείων λογαριασμού όπου υπάρχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι. Επιπλέον, ο τρέχων μορφότυπος υποβολής δεν επιτρέπει την ταυτοποίηση λογαριασμών με περισσότερους του ενός δικαιούχους. Ως αποτέλεσμα, οι φορολογικές αρχές καταλογίζουν το πλήρες ποσό σε πολλούς δικαιούχους, γεγονός που οδηγεί στην αλληλεπικάλυψη των αρχείων λογαριασμών.
- Και τα πέντε κράτη μέλη εφάρμοζαν ένα σύστημα κυρώσεων σε σχέση με τις υποχρεώσεις υποβολής της DAC2, της αντιστοίχισης τραπεζικού λογαριασμού και συναλλαγής με τον ΑΦΜ, αλλά κανένα κράτος δεν είχε επιβάλει μέχρι στιγμής καμία κύρωση. Η επιβολή κυρώσεων προϋποθέτει σαφείς διαδικασίες επαλήθευσης δεδομένων και τακτικό έλεγχο των δηλούντων ιδρυμάτων. Επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος οι κυρώσεις να μην είναι αρκετά αυστηρές ώστε να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
- Ακόμη και αν τα κράτη μέλη ταυτοποιούν τους ενδιαφερόμενους φορολογούμενους, οι αυτόματα ανταλλασσόμενες πληροφορίες δεν χρησιμοποιούνται επαρκώς.
- Στα πέντε κράτη μέλη, τα συνολικά ποσοστά αντιστοίχισης των συναλλαγών με φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες, κυμαίνονταν από 68 % ως 99 % για την DAC1, και από 70 % ως 95 % για την DAC2 (ένα κράτος μέλος δεν είχε ακόμα αναλύσει τα δεδομένα DAC2 για το 2016). Αυτά τα ποσοστά αντιστοίχισης δείχνουν ότι μεγάλες ποσότητες πληροφοριών δεν χρησιμοποιούνται, καθώς δεν αντιστοιχίζονται με συναφείς φορολογούμενους, ενώ κανένα από τα κράτη μέλη που επισκεφθήκαμε δεν διενεργεί επί του παρόντος περαιτέρω ελέγχους των μη αντιστοιχισμένων δεδομένων. Η μη χρησιμοποίηση των μη αντιστοιχισμένων δεδομένων οδηγεί σε φορολογικό έλλειμμα, σημειώνει το ΕΕΣ.
- Οι πληροφορίες, που λαμβάνουν οι αρχές ενός κράτους από άλλα κράτη, δεν χρησιμοποιούνται επαρκώς. Ενδεικτικά οι πληροφορίες σε 105 περιπτώσεις του
- ελεγχθέντος δείγματος αντιστοιχίστηκαν και μεταφορτώθηκαν σε βάσεις δεδομένων μιας φορολογικής αρχής, σε 60 περιπτώσεις δεν ελήφθησαν υπόψη (π.χ. χωρίς ανάλυση κινδύνου/αιτιολόγηση) και μόνο σε 45 περιπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα περαιτέρω σχετικές με τη φορολογία ενέργειες.
- Δεν γίνεται διαρθρωμένη ανάλυση κινδύνου των εισερχόμενων δεδομένων.
- Ορισμένα Κράτη δεν διαθέτουν ειδικές διαδικασίες για τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την ποιότητα και την πληρότητα των αποστελλόμενων δεδομένων.