Έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τη διαχείριση της ακρίβειας άσκησε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε συνεντεύξεις του στους ραδιοφωνικούς σταθμούς Real FM 97,8 και «Στο Κόκκινο 105,5».
«Η Κομισιόν δείχνει ότι είναι εφικτά, μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ζητήσει εδώ και 6 μήνες», τόνισε. Αφού σχολίασε ότι η ακρίβεια δεν είναι φυσικό φαινόμενο, σημείωσε ότι «υπάρχουν κυβερνητικές ευθύνες για αυτό», προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα έχει σπάσει κάθε αρνητικό ρεκόρ στις τιμές ενέργειας στη χονδρική, ήδη από τον Νοέμβρη» και «η κυβέρνηση απέτυχε πλήρως να προβλέψει αυτά που ζήσαμε τον Γενάρη και τον Φλεβάρη». «Θυμόμαστε τον κ. Σκρέκα να λέει ότι οι λογαριασμοί στο ρεύμα θα αυξηθούν 2 με 3 ευρώ και τελικά όλοι οι πολίτες έχουν πληρώσει λογαριασμούς 3 και 4 φορές πάνω, λογαριασμοί που ήρθαν πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία», τόνισε.
Ο κ. Ηλιόπουλος είπε ότι «με βάση επίσημο έγγραφο που έχει διαρρεύσει από την Κομισιόν, φαίνεται πως η επίσημη πρόταση είναι να γίνει παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική στο ρεύμα, κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προτείνει στην κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή». Τόνισε ότι πρέπει τώρα να υπάρξει μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα -«ένα μέτρο που πολλές χώρες έχουν ήδη εφαρμόσει και περιλαμβανόταν στην πρώτη εργαλειοθήκη της Κομισιόν»-, αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, κάτι που «θα ενίσχυε την κατανάλωση, ενώ θα στήριζε και τα δημόσια έσοδα». Επιπλέον υπογράμμισε ότι «η παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ, που είναι απαραίτητη, εκτός από το να κρατήσει τις τιμές πιο χαμηλά, θα σήμαινε και ότι το κράτος θα μπορούσε να δαπανά λιγότερα, γιατί αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση ουσιαστικά επιδοτεί την αισχροκέρδεια στην αγορά ενέργειας».
Ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι η «η κυβέρνηση προχώρησε, χωρίς εξωτερική πίεση, σε μια βίαιη απολιγνιτοποίηση, η οποία οδήγησε στο να ενταθεί κατά πολύ η εξάρτηση της χώρας μας από το ρωσικό φυσικό αέριο» και ειδικότερα ότι «τη στιγμή που έχουμε 7 λιγνιτικές μονάδες με άδεια λειτουργίας μέχρι το 2028, η κυβέρνηση άφησε σε λειτουργία μόνο τις 2, με αποτέλεσμα μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα να είναι στο 6% ενώ θα μπορούσε να είναι στο 30%». «Κανείς δεν αρνείται την ανάγκη απολιγνιτοποίησης, αλλά η κυβέρνηση δεν έπρεπε να προχωρήσει με αυτό τον βίαιο τρόπο», είπε.
Σχολίασε ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να είναι μονίμως ο πρωθυπουργός της δικαιολογίας, δεν μπορεί ό,τι και να συμβαίνει πάντα να υπάρχει ένας εξωτερικός παράγοντας που φταίει». Στο ίδιο πλαίσιο είπε ότι «ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να στέλνει απλά τις ιδέες του στην Κομισιόν, δεν είναι σχολιαστής της πραγματικότητας, πρέπει να εφαρμόζει πολιτικές», ενώ συμπλήρωσε ότι η κυβέρνηση δεν έχει αξιοποιήσει τη δημοσιονομική ελευθερία για γενναία μέτρα υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας, «όπως για παράδειγμα τη ρύθμιση και διαγραφή ενός μέρους του πανδημικού χρέους που επιβαρύνει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις». Κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι δεν πιστεύει στα δημόσια εργαλεία, είπε πως «όπως ακριβώς δεν ενίσχυσε το ΕΣΥ μέσα στην πανδημία, με την ίδια αντίληψη προχώρησε και στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ εν μέσω ενεργειακής κρίσης».
Σε σχέση με την επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, ο κ. Ηλιόπουλος υπογράμμισε ότι «ο διάλογος και η στήριξη στο διεθνές δίκαιο είναι το βασικό εργαλείο τής χώρας» και πως «η μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει η χώρα με την Τουρκία, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, πρέπει να επιλυθεί στο πεδίο του διεθνούς δικαίου».
Μιλώντας για τη Συμφωνία των Πρεσπών σημείωσε ότι «σήμερα αναδεικνύεται πόσο σημαντικό είναι για την αμυντική θωράκιση της χώρας, το γεγονός ότι στα βόρεια σύνορά μας, στον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας, υπάρχουν ελληνικά και όχι τουρκικά αεροσκάφη». Σχολίασε πως η ΝΔ «θα πρέπει να ξεκινά κάθε φορά με ένα ”συγγνώμη” για τη στάση της στη Συμφωνία των Πρεσπών, ένα συγγνώμη στον ελληνικό λαό, στους πολίτες που έλεγε τότε ότι η συμφωνία είναι προδοτική, σε αυτούς που έλεγε ότι θα την καταργήσει».
Αφού καταδίκασε ξανά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο κ. Ηλιόπουλος τόνισε την ανάγκη «να αναπτυχθεί πανευρωπαϊκά ένα μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα, που θα στηρίξει ανθρωπιστικά τους πρόσφυγες», ενώ προσέθεσε ότι «πρέπει όλοι να προσπαθήσουμε ώστε η επόμενη μέρα στην Ευρώπη να μην είναι μία νέα εποχή Ψυχρού Πολέμου».