Επί δεκαετίες, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες για λογαριασμό των κρατών-μελών της ΕΕ ήταν το απαύγασμα των εξουσιών των Βρυξελλών. Το εμπόριο ήταν ο μόνος τομέας στον οποίο η ΕΕ μιλούσε με μια φωνή: Της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όμως, πρόσφατα, η πίεση για τον επαναπατρισμό αυτών των εξουσιών στις εθνικές Αρχές ήταν σε άνοδο. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, και άλλων χωρών πιέζουν για να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο στις συνεδριάσεις της ΕΕ οι εθνικοί τους υπουργοί Εμπορίου και επέμειναν ότι τόσο CETA όσο και η ΤΤΙΡ να χαρακτηριστούν ως λεγόμενες μικτές συμφωνίες, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτήσουν κύρωση από δεκάδες εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια για να τεθούν σε ισχύ.
Και στην σημερινή συγκυρία με την Γαλλία καιτην Γερμανία να προετοιμάζονται για σημαντικές εκλογές αυτό γίνεται πιο έντονο. Ήδη, η αντιπολίτευση στην ΤΤΙΡ έχει γίνει δημοφιλές ζήτημα μεταξύ των δεξιών λαϊκιστών της Ευρώπης, των αγροτών, των περιβαλλοντολόγων, των ακτιβιστών ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, και κάποιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών). Αυτή η αντιπολίτευση έχει κάνει τις προοπτικές του συμφώνου –και εκείνες των εμπορικών διαπραγματεύσεων γενικότερα- να φαίνονται ζοφερές καθώς πιέζουν και για μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο. Αυτή η αποκέντρωση υπονομεύει τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών, ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως πρωταρχικό διαιτητή της ηπείρου για το εμπόριο. Μπλέκει συμφωνίες όπως η CETA και η ΤΤΙΡ σε περιφερειακές και εθνικές συνελεύσεις, ουσιαστικά αφήνοντας τις συμφωνίες σε προσωρινή ισχύ για τα επόμενα χρόνια. (Μερικοί επικριτές των εμπορικών συμφωνιών που το έχουν προβλέψει αυτό έχουν ήδη αρχίσει να ζητούν τον τερματισμό της προσωρινής εφαρμογής).Η τάση αυτή φαίνεται ότι θα συνεχιστεί για το προβλέψιμο μέλλον.