Με Άποψη

Η στρατηγική για την επανεκκίνηση της οικονομίας


Η οικονομία μας βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής. Βασικοί τομείς της οικονομικής δραστηριότητας υπολειτουργούν, ενώ άλλοι έβαλαν προσωρινά λουκέτο με διοικητική εντολή. Η ψαλίδα  στον προϋπολογισμό του κράτους για το 2020  ανοίγει επικίνδυνα. Οι δαπάνες αυξάνονται σταδιακά όσο υλοποιούνται τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των εργαζομένων.

Του Χαράλαμπου Γκότση*

Από την άλλη με την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και σε συνδυασμό με την αναβαλλόμενη φορολογία των επιχειρήσεων, τα έσοδα του κράτους μειώνονται συνεχώς,  και το χειρότερο προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για τη διάρκεια αυτής της καταστροφικής περιόδου.

Επίσημες ανακοινώσεις για το κόστος αυτής της πρώτης φάσης αντιμετώπισης της κρίσης δεν υπάρχουν, είναι όμως βέβαιο ότι ανέρχεται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, αφού και οι δαπάνες είναι αυξημένες αλλά και τα έσοδα έχουν καταρρεύσει. Είναι προφανές, ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που χτύπησε την οικονομία εξωγενώς, όπου όμως σταδιακά εξελίσσεται σε συστημικό κίνδυνο, ο οποίος εκφράζεται με τη συγκράτηση των καταναλωτικών δαπανών καθώς και με μια συντηρητική στάση των επενδυτών, οι οποίοι αναβάλλουν επενδυτικά σχέδια, συρρικνώνουν την παραγωγή  και ενισχύουν έτσι τις δυνάμεις της ύφεσης στο καθοδικό της σπιράλ. 

Το μέγεθος αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε, απαιτούν τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής σε τρεις βασικές κατευθύνσεις:

  1. Πρώτον, είναι αυτονόητο, ότι την πρώτη προτεραιότητα έχει η προστασία της ζωής των ανθρώπων από την επιδημία. Η προώθηση της έρευνας για την ανάπτυξη και παραγωγή φαρμάκων εμβολιασμού και θεραπείας, η κατάκτηση ενός υψηλότερου προτύπου υγιεινής καθώς και η παροχή στους πολίτες ικανοποιητικής ιατρικής φροντίδας, αποτελούν υποχρέωση ενός σύγχρονου κράτους. Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαία η διάθεση σημαντικών κονδυλίων στήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κυρίως για τη βελτίωση των υποδομών και την ενίσχυση σε υγειονομικό προσωπικό. Αν δεν αντιμετωπιστούν με επιτυχία το γρηγορότερο οι αιτίες που άλλωστε προκάλεσαν και την κρίση στον οικονομικό τομέα, τότε κάθε προσπάθεια ανάκαμψης θα είναι καταδικασμένη να πέσει στο κενό.
  2.  Δεύτερον, άμεση στήριξη των επιχειρήσεων που πλήττονται από έλλειψη ρευστότητας. Τα βασικότερα, αλλά και πλέον αποτελεσματικά εργαλεία για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα είναι δύο: Η αναβολή πληρωμής των φορολογικών και ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων καθώς και η παροχή εγγυήσεων στην ανάληψη τραπεζικών δανείων. Σε ότι αφορά το πρώτο, είναι σαφές ότι η αναστολή πληρωμών θα πρέπει να επεκταθεί για όλο το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει η υγειονομική κρίση, συμπεριλαμβανομένης και της αρχικής φάσης ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Ζητούμενο είναι να μην οδηγηθούν υγιείς επιχειρήσεις σε πτώχευση λόγω του κορωνοιού και να απωλέσουμε παραγωγικό δυναμικό, αλλά και θέσεις εργασίας, και από την άλλη να μην επωφεληθούν εταιρείες, οι οποίες ήταν υποψήφιες για χρεοκοπία πριν από την κρίση. Συνιστάται συνεπώς η εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων από την εκάστοτε μεσολαβούσα τράπεζα. Ακόμη, η επιβολή συστημάτων μερικής απασχόλησης, σε εταιρείες οι οποίες βρίσκονται σε ακινησία αποτελεί μια επιτυχημένη συνταγή διεθνώς, αρκεί το κράτος να αναλάβει την καταβολή του υπολοίπου του μισθού στους εργαζόμενους. Η επιτυχία όλων αυτών των μέτρων, αλλά και άλλων μικρότερης εμβέλειας, τα οποία έχει υιοθετήσει σε κάποιο βαθμό και η ελληνική κυβέρνηση, εξαρτάται από τον όγκο των προς διάθεση κεφαλαίων καθώς και από την ταχύτητα με την οποία υλοποιείται η κάθε παρέμβαση. 
  3. Τρίτον, επιβάλλεται άμεσα η επεξεργασία ενός σχεδίου στρατηγικής εξόδου. Για να αποφευχθούν μόνιμες βλάβες διαρθρωτικού χαρακτήρα στην οικονομία είναι ανάγκη να υπάρξει ένα μεσομακροπρόθεσμο σχέδιο δυναμικής ανάταξης της οικονομικής δραστηριότητας. Σαφώς βρισκόμαστε ακόμη μέσα στην εξέλιξη του υγειονομικού προβλήματος, η αντιμετώπιση του οποίου προέχει. Όμως, αυτό είναι βασικά έργο της καθόλα άξιας ελληνικής ιατρικής κοινότητας και λιγότερο των φορέων της οικονομικής πολιτικής.Την ευθύνη βέβαια έχει θεσμικά η κυβέρνηση, όμως είναι αναγκαία και η συμμετοχή σε ένα διάλογο με ιδέες, απόψεις, αναλύσεις, επεξεργασίες και του ερευνητικού και πανεπιστημιακού δυναμικού της χώρας. Έτσι, το όποιο σχέδιο, θα αποκτήσει την τεχνοκρατική εγκυρότητα και την καθολική αποδοχή ως ένα εθνικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την επαναφορά της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά. 

Σε ότι αφορά στη χρηματοδότηση, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν λειτουργεί σε κάποιο ειδικό καθεστώς, όπως εκείνο που προβλεπόταν με την αποδοχή μιας «προληπτικής πιστωτικής γραμμής», αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό ισότιμα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία δημοσιονομικής επέκτασης που θα χρησιμοποιήσουν και οι υπόλοιπες.

Ένα πρώτο δείγμα ήταν η εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ένταξή μας στο νέο QE, το οποίο μάλιστα είναι δομημένο με ευνοϊκότερους όρους από εκείνο της Διοίκησης Ντράγκι, χωρίς να έχει κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, κάτι που έγινε νωρίτερα και με τις άλλες χώρες που πέρασαν από καθεστώς μνημονίων. Στις προτάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων περιλαμβάνεται ακόμη και η αξιοποίηση από τα κράτη μέλη των προγραμμάτων που θα προσφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΜ καθώς και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
 
Τέλος, το ελληνικό μπαζούκας για τη χρηματοδότηση της τρίτης φάσης τόνωσης της οικονομίας, αποτελεί το μαξιλάρι ρευστότητας των 37 δις ευρώ, που διαθέτει η χώρα μετά τη συμφωνία του Ιουνίου του 2018, ως βασική συνιστώσα της εξόδου της από το Μνημόνιο.  Η στοχευμένη χρήση του με φειδώ και αποτελεσματικότητα πιθανόν να αποτελέσει τη μοναδική σημαντική σανίδα σωτηρίας για την επούλωση των πληγών από την κρίση αλλά και για μια ζωογόνο τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως όταν οι συμβιβαστικές λύσεις που εξυφαίνονται στις Βρυξέλλες αποδειχτούν ανίσχυρες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. 

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς