Πολιτική

Η Στερλίνα στην μετά «Brexit» εποχή


Η ψήφος της Βρετανίας για την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει σίγουρα τόσο  μακροπρόθεσμες όσο και βραχυπρόθεσμες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Η νίκη των υπέρμαχων της αποχώρησης από την Ε.Ε. έχει αναζωπυρώσει τους φόβους μιας πιθανής διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της ζώνης του ευρώ, την ίδια ώρα που αναδεικνύει τις αδυναμίες του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού ιδεώδους» που καλλιεργείται από το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πόλεμου. Από το 1952 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και το 1957, με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, οι χώρες του Ευρωπαϊκού πυρήνα εργάζονται προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Το Brexit αδιαμφισβήτητα αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω, καθώς θα μπορούσε ενδεχομένως να βρει μιμητές «διευκολύνοντας» (ή ωθώντας προς) την έξοδο άλλων χωρών, θέτοντας ένα ισχυρό προηγούμενο. Μόνο ο χρόνος θα δείξει βέβαια αν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα είναι τελικά τόσο σοβαρές.

Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι επιπτώσεις θα είναι ως επί το πλείστον μακρο και χρηματο-οικονομικές, και επικεντρωμένες στη Μεγάλη Βρετανία κυρίως, με την αβεβαιότητα που έχει ήδη σκαρφαλώσει σε δυσθεώρητα επίπεδα να αποτελεί την βασική αιτία (Γράφημα 1). Η ασάφεια ως προς τις μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες ενδέχεται να επηρεάσει τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις σε Μ. Βρετανία, ενώ η αποδυνάμωση της Λίρας θα μειώσει τα πραγματικά εισοδήματα και την κατανάλωση των Βρετανών. Ενδεχόμενη έξοδος της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε. αναμένεται να έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Η Ευρωζώνη σίγουρα δεν θα μείνει στο απυρόβλητο αφού αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Γηραιάς Αλβιόνας. Η S&P Global Rating σε έκθεση που δημοσιεύτηκε μόλις πρόσφατα εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Μ. Βρετανίας θα περιοριστεί κατά 1,2% και 1,0% το 2017 και 2018 αντίστοιχα, διαβλέποντας ασθενέστερες προοπτικές επενδύσεων εσωτερικά και επιβράδυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Την ίδια ώρα, o οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προβλέπει ότι η αυξημένη αβεβαιότητα και το πλήγμα στην ξένη ζήτηση λόγω Brexit θα καθυστερήσει την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, αφαιρώντας συνολικά 0,8% ανάπτυξης του ΑΕΠ της τα δυο επόμενα χρόνια.

Το Brexit ήρθε ως έκπληξη και προκάλεσε σοκ στις χρηματοπιστωτικές αγορές αρχικά, παρά τις διφορούμενες ενδείξεις των δημοσκοπήσεων που προμήνυαν αμφίρροπη μάχη.
Η άμεση αντίδραση των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών υπήρξε έντονη, καθώς οι ριψοκίνδυνες αξίες «βούτηξαν» σε όλο τον κόσμο, αντικατοπτρίζοντας την απότομη επιδείνωση της αβεβαιότητας. Η Στερλίνα έναντι του αμερικανικού δολαρίου και του ευρώ υποχώρησε σε 11,10% και 19,35% αντίστοιχα, την ίδια ώρα που ο FTSE 100 και ο Stoxx 600 έχανε 5,65% και 10,85% αντίστοιχα, και οι αποδόσεις των 10ετών Gilts και Bund διαμορφωνόντουσαν σε ιστορικά χαμηλά 0,934% και -0,116% αντίστοιχα. Μετά τον αρχικό πανικό και την αρχική εν θερμό αρνητική αντίδραση στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, οι τιμές τουλάχιστον των μετοχών ανέκαμψαν αντιστρέφοντας μερικώς τις ζημιές τους, με σειρά από χρηματιστηριακούς δείκτες π.χ. να κλείνουν κοντά ή πάνω από τα προγενέστερα του δημοψηφίσματος επίπεδα.

Οι αγορές προσπάθησαν, και προσπαθούν ακόμη, να υπολογίσουν τις μακροοικονομικές συνέπειες στην αγγλική και παγκόσμια οικονομία, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν να εκτιμήσουν τον πιθανό κίνδυνο μετάδοσης σε άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μένει να δούμε αν τα μηνύματα αλληλεγγύης από τους ηγέτες και αρχηγούς κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αποδειχθούν αξιόπιστα μακροπρόθεσμα.
Η συμπεριφορά των τιμών των Βρετανικών κλάσεων χρεογράφων ήταν ασταθής , όπως αναμενόταν.

Οι μετοχικές αξίες όσο και η στερλίνα δέχτηκαν καταιγισμό πωλήσεων υποχωρώντας απότομα, την ίδια ώρα που οι αγορές σταθερού εισοδήματος κινούνταν ανοδικά επωφελούμενες από την άνοδο της αποστροφής για τον κίνδυνο, αλλά και την προσδοκία περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την Τράπεζα της Αγγλίας, ήτοι μείωση των παρεμβατικών επιτοκίων κάτω από το 0,5% σε συνδυασμό με ενίσχυση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 375 δις λιρών (Γράφημα 3). Ως αποτέλεσμα οι αποδόσεις διαμορφώθηκαν σε ιστορικά χαμηλά με την 10ετία να σπάει το φράγμα του 1% για να αγγίξει το 0,771% στις 5 Ιουλίου.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, στις αρχές του 2015, οι αγορές προεξοφλούσαν σταδιακή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα, ένα σενάριο που εγκαταλείφθηκε σταδιακά υπό το βάρος των αναιμικών πληθωριστικών πιέσεων και της συγκρατημένης  οικονομικής δραστηριότητας εντός και εκτός Ηνωμένου Βασιλείου. Από τις 24 Ιουνίου, το «πρεσάρισμα» των βρετανικών αξιών έχει κάπως εκτονωθεί, και μέρος των απωλειών έχει ανακτηθεί, ωστόσο στερλίνα, αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και τραπεζικές μετοχές παραμένουν ακόμα υπό πίεση.

Η Βρετανική Στερλίνα διολισθαίνει από τα τέλη 2015, καθώς η αγορά έχει ξεκινήσει από το περασμένο χρόνο να προσαρμόζει τις προσδοκίες της στην «προς τα εμπρός σηματοδότηση» («forward guidance») της Τράπεζας της Αγγλίας που απομάκρυναν την όποια περίπτωση για αύξηση του βασικού επιτοκίου.

Η συνεχιζόμενη επιβράδυνση του εγχώριου μεταποιητικού τομέα, σε συνδυασμό με τις ασθενείς και απούσες πληθωριστικές πιέσεις αλλά και την προς τα χείρω αναθεώρηση των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αναγκάσει την Βρετανική κεντρική τράπεζα να υιοθετήσει μια ήπια ρητορική/στάση («dovish stance») εξαλείφοντας τις όποιες προσδοκίες υπήρχαν για μια σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος τον περασμένο Φεβρουάριο επέτεινε την αρνητική δυναμική της στερλίνας τροφοδοτώντας μεταβλητότητα και αβεβαιότητα, και καθιστώντας ακόμη πιο απίθανη μια άμεση μεταβολή της νομισματικής πολιτικής, ήτοι μια αύξηση των επιτοκίων.

Η έξοδος από την Ε.Ε. αποτελεί πράγματι ένα σοβαρό εξωγενές σοκ για την Αγγλική οικονομία, καθώς οι σχετιζόμενες πολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες θα πλήξουν αρνητικά τις τιμές των περισσότερων κλάσεων χρεογράφων, και πολύ περισσότερο την Λίρα, και αυτό μέσω διαφόρων διαύλων. Ο πρώτος και πιο προφανής είναι οι αβέβαιες οικονομικές προοπτικές, και ο δεύτερος, η  αύξηση του ασφάλιστρου κινδύνου («risk premium») που οι επενδυτές θα απαιτήσουν προκειμένου να κατέχουν Βρετανικές αξίες.

Η αυξανόμενη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα πιθανότατα θα επηρεάσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς οι εταιρείες θα περιορίσουν τις επενδυτικές πρωτοβουλίες τους, ενώ πιθανότητα θα αμβλύνουν την όρεξη για ανάληψη κινδύνου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τελικά ίσως οδηγήσουν σε «σφιχτότερες» χρηματοοικονομικές συνθήκες. Όσο πιο παρατεταμένη είναι η περίοδος αβεβαιότητας και παραλυσίας τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος καταβαράθρωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και τους οικονομικού κλίματος με τις όποιες αρνητικές μακροοικονομικές συνέπειες.

Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίζονται ήδη στις πρόσφατες υποβαθμίσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης από τους μεγάλους οίκους που προέβαλαν ως βασικές αιτίες της αρνητικής προς τα κάτω αναθεώρησής του τους οικονομικούς, δημοσιονομικούς και πολιτικούς κινδύνους, όσο και την σχετιζόμενη αβεβαιότητα, αφήνοντας την ίδια ώρα ορθάνοιχτο το παράθυρο για μια νέα υποβάθμιση (υποβάθμιση των προοπτικών από σταθερές σε αρνητικές από Moody’s στις 24 Ιουνίου με επιβεβαίωση της αξιολόγησης Αa1, υποβάθμιση της αξιολόγησης κατά δύο βαθμίδες από ΑΑΑ σε ΑΑ από την Standard & Poors στις 27 Ιουνίου με αρνητικές προοπτικές, και υποβάθμιση της αξιολόγησης κατά μια βαθμίδα από ΑΑ+ σε ΑΑ από την Fitch στις 27 Ιουνίου με αρνητικές προοπτικές). Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου έχει εισέρθει σε ζώνη υψηλότερου κίνδυνου.

Έτσι, η λίρα αντιμετωπίζει μια σειρά από «πονοκεφάλους» σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα που πηγάζουν από το νέο καθεστώς της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και τις επιπτώσεις των αναμενόμενων πρόσθετων μέτρων νομισματικής επέκτασης. Πλήθος οικονομολόγων αναμένουν τώρα ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα ξεκινήσει έναν νέο κύκλο χαλάρωσης με σκοπό την παροχή άφθονης ρευστότητας στο σύστημα. Η προσδοκία είναι ότι αυτή θα συμπεριλαμβάνει είτε περαιτέρω κόψιμο του βασικού επιτοκίου, είτε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που θα μπορούσε να περιλαμβάνει τόσο κυβερνητικούς όσο και εταιρικούς τίτλους.

Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Mark Carney, σε πρόσφατη ομιλία του, μόλις  μια εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα, θέλοντας να καθησυχάσει, δεν απέκλεισε την προοπτική κοψίματος κάτω του  0,5% τους κόστους δανεισμού, ίσως και τον Ιούλιο, για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό θα συμβάλει σίγουρα σε περαιτέρω και σημαντική απόκλιση της Βρετανικής νομισματικής πολιτικής, που εντείνει την αποδυνάμωση των αποδόσεων των Βρετανικών ομολόγων και ως εκ τούτου της Λίρας.

Λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η πτώση της Στερλίνας να υπερβεί σημαντικά τις προσδοκίες των αναλυτών που κατά μέσω όρο βλέπουν την ισοτιμία Λίρα-Δολαρίου μεταξύ 1,1$ και 1,2$.

Προς το παρόν, το ενδεχόμενο υπέρβασης των ήδη αρνητικών προσδοκιών φαίνεται απομακρυσμένo, καθώς η πιθανότητα μιας απότομης διακοπής των εισροών κεφαλαίων δεν αναμένεται στην περίπτωση μιας προηγμένης οικονομίας, σε αντίθεση με ότι παρατηρείται συχνά στις αναδυόμενες οικονομίες, όπου οι ροές απότομα εκμηδενίζονται με αποτέλεσμα την ελεύθερη πτώση / υποτίμηση των νομισμάτων τους.

Συμπερασματικά, η Βρετανική Λίρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε κλοιό πιέσεων, σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, και για όσο διάστημα θα κυριαρχεί η οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα, αναζητώντας έτσι νέα χαμηλότερα πιθανότητα σημεία ισορροπίας. Περαιτέρω αποδυνάμωση δεν μπορεί να αποκλειστεί, τουλάχιστον έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο και αρθεί η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Το βρετανικό νόμισμα εκτιμάται ότι θα παραμείνει ευάλωτο σε οποιαδήποτε αναζωπύρωση των σχετιζόμενων με το «Brexit» ανησυχίες όπως το κατέδειξαν τα νέα χαμηλά 31 ετών (1,2838$) που χτύπησε η ισοτιμία Στερλίνα-Δολαρίου τις πρωινές ώρες της 6ης Ιουλίου. Δεν αναμένεται, ωστόσο, να δούμε μια σημαντική διολίσθηση από τα τρέχοντα επίπεδα, δεδομένης της δομής της υποκείμενης οικονομίας.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Traders