Πολιτική

Η σιγουριά του Τσίπρα και τα κρυφά χαρτιά του Τόμσεν


 

Λίγα 24ωρα πριν αρχίσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής των Θεσμών στην Αθήνα, η κυβέρνηση εμφανίζεται βέβαιη ότι οι συζητήσεις για τα μέτρα μετά το 2018 θα γίνουν στη βάση της παραδοχής ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά εκπλήρωσης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, αλλά η σιωπή και τα υπονοούμενα που αφήνει ο «σκληρός» του ΔΝΤ, Πόουλ Τόμσεν, προοιωνίζονται δυσάρεστες εκπλήξεις.

Μιλώντας σήμερα στη Βουλή, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, εξήγησε γιατί θεωρεί βέβαιο ότι τα μέτρα και τα... αντίμετρα που θα συμφωνηθούν με τους Θεσμούς θα νομοθετηθούν και θα τεθούν σε ισχύ, στο σύνολό τους, το 2019. Όπως άφησε να εννοηθεί, δεν αμφισβητείται πλέον ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει το δημοσιονομικό στόχο του προγράμματος το 2018, συνεπώς δεν χρειάζεται άλλη λιτότητα, μετά το τέλος του προγράμματος.

Αυτό σημαίνει, κατά την οπτική της κυβέρνησης, ότι όποια δυσάρεστα μέτρα νομοθετηθούν και τεθούν σε ισχύ θα «αντικρίζονται» από παροχές και ελαφρύνσεις ισοδύναμου δημοσιονομικού αποτελέσματος, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι συνεπές με τη δέσμευση του πρωθυπουργού που κωδικοποιείται με τη γνωστή φράση «ούτε ένα ευρώ πρόσθετη λιτότητα».

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, το πλεόνασμα του 2016 θα ξεπεράσει το 2% του ΑΕΠ (άλλες εκτιμήσεις που «διαρρέουν» κάνουν λόγο για ποσοστό κοντά στο 3%) και η Κομισιόν έχει αποδεχθεί την ορθότητα των προβολών που κάνει η ελληνική πλευρά για τις μελλοντικές δημοσιονομικές επιδόσεις, οι οποίες δείχνουν ότι το 2018 θα εκπληρωθεί με βεβαιότητα ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%.

Αν επιβεβαιωθούν αυτές οι εκτιμήσεις, θα είναι βάσιμη και η αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι τα μέτρα για το 2019 δεν ανοίξουν άλλο ένα κύκλο λιτότητας. Προβληματισμό, όμως, δημιουργεί η... επίμονη σιωπή του Πόουλ Τόμσεν, ο οποίος λέγεται ότι απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε τοποθέτηση στη διάρκεια της συνεδρίασης του Eurogroup, ενώ έκτοτε το Ταμείο έχει αποφύγει, σε αντίθεση με Ευρωπαίους αξιωματούχους, να επιβεβαιώσει ότι συμμερίζεται την αισιοδοξία των ελληνικών αρχών και της Κομισιόν για την εκπλήρωση του δημοσιονομικού στόχου.

Στο κείμενο που δημοσίευσε στο blog του Ταμείου, μάλιστα, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα του ΔΝΤ άφησε ορισμένα υπονοούμενα, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν και ως μια πρώτη απάντηση στην αισιοδοξία των ευρωπαϊκών αρχών. Όπως τόνισε, το πλαίσιο κανόνων που εφαρμόζει το Ταμείο απαιτεί να υπολογίζονται όλα τα ρίσκα, τόσο στην εφαρμογή του προγράμματος, όσο και στις οικονομικές προβλέψεις.

Η παλιά, γνωστή διαφωνία...

Η συντηρητική προσέγγιση του Ταμείου, σχετικά με τους δημοσιονομικούς στόχους, η οποία υπογραμμίζεται σε αυτό το άρθρο, φέρνει στο προσκήνιο την παλιά, γνωστή διαφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Κομισιόν, που δεν είναι σαφές αν έχει επιλυθεί υπέρ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το Ταμείο υπολογίζει με δικό του τρόπο το πρωτογενές πλεόνασμα και με δικό του τρόπο κάνει τις προβολές στο μέλλον.

Αυτό δημιουργεί μεγάλες αποκλίσεις στους υπολογισμούς: για παράδειγμα, στα  τέλη του 2016, όταν οι ελληνικές αρχές και οι Κομισιόν εκτιμούσαν το πρωτογενές πλεόνασμα σε 0,5% του ΑΕΠ, το Ταμείο επέμενε σε έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ.

Επιπλέον, το Ταμείο και στην τελευταία του έκθεση για την Ελλάδα επέμενε στην εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να φθάσει σε πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και να το διατηρήσει μεσοπρόθεσμα, χωρίς να ληφθούν πολύ σκληρά πρόσθετα μέτρα. Μέχρι στιγμής, όπως επανέλαβε και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις, το Ταμείο δεν έχει αναθεωρήσει αυτές τις εκτιμήσεις, δηλαδή επιμένει ότι ο καταλληλότερος δημοσιονομικός στόχος είναι 1,5%.

Εξάλλου, το Ταμείο δεν έχει καταλήξει ακόμα σε οριστικά συμπεράσματα σχετικά με ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: σε ποιο βαθμό η υπέρβαση στόχου του 2016 έχει μόνιμο χαρακτήρα και θα επηρεάσει την εκτέλεση του προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια. Αν κρίνει ότι η υπέρβαση είναι συγκυριακή, συνεκτιμώντας πιθανόν και ορισμένα «κρυφά» ανοίγματα του Δημοσίου, όπως οι καθυστερημένες πληρωμές νέων συντάξεων, θα επιμείνει ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%.

Αυτές οι συζητήσεις θα είναι αρκετά δύσκολες και ως τώρα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Πόουλ Τόμσεν είναι έτοιμος να «καταπιεί» όλες τις εκτιμήσεις και προβλέψεις που έχει κάνει στο παρελθόν και να συμφωνήσει με την αισιόδοξη οπτική της Κομισιόν. Αν επιμείνει ότι χρειάζονται μέτρα λιτότητας, χωρίς αντισταθμίσεις, για να εκπληρωθεί ο στόχος το 2018, αλλά και την περίοδο ως το 2021, προφανώς η κυβέρνηση θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, αφού θα κλονισθεί το οικοδόμημα της «ουδετερότητας» των μέτρων και του τερματισμού της λιτότητας.