Τα πρώτα δείγματα γραφής δίνουν τα funds που έχουν αναλάβει τη διαχείριση «κόκκινων» δανείων στην ελληνική αγορά. Οπως προκύπτει από αναφορές δικηγόρων και δανειοληπτών, ακολουθούν μια νέα στρατηγική στις προτάσεις για ρυθμίσεις, η οποία συνδυάζει «κούρεμα» της μηνιαίας δόσης για το δανειολήπτη, αλλά με τρόπο που «κλειδώνει» και μια αρκετά υψηλή απόδοση για τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων.
Ειδικότερα, τα funds φαίνεται ότι ακολουθούν την εξής στρατηγική για δάνεια με εξασφάλιση κύριας κατοικίας, όταν αυτά αφορούν δάνεια χαμηλού και μεσαίου υπολοίπου (80.000 - 150.000 ευρώ):
- Σε πρώτη φάση επιβεβαιώνουν με όλα τα διαθέσιμα μέσα την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να κρύβεται πίσω από το δάνειο ένας στρατηγικός κακοπληρωτής με αφανή, υψηλά εισοδήματα.
- Αφού γίνει αυτή η επιβεβαίωση, διατυπώνεται πρόταση ρύθμισης που συνδυάζει δύο εργαλεία για τη μείωση της επιβάρυνσης του οφειλέτη: αφενός «κουρεύεται» το υπόλοιπο του δανείου κατά 20 - 25%, δηλαδή σε ποσοστό που επιτρέπει τη μείωση της μηνιαίας δόσης, αλλά χωρίς... υπερβολές, που θα περιόριζαν πολύ την απόδοση για το fund. Αφετέρου και ανάλογα με την ηλικία του δανειολήπτη γίνεται επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου κατά 5 -10 έτη. Με το συνδυασμό αυτών των μέτρων, η μηνιαία δόση μπορεί να μειωθεί ακόμη και στο 1/3 της παλιάς, ώστε η εξυπηρέτηση του δανείου να γίνει βιώσιμη για το δανειολήπτη και να περιορισθεί ο κίνδυνος νέας αθέτησης.
Αυτή η στρατηγική που φαίνεται ότι ακολουθείται από τα funds δείχνει ότι επιδιώκουν να αποφύγουν επιθετικές τακτικές, που θα έφερναν νομικές εμπλοκές και αργοκίνητες διαδικασίες πλειστηριασμών, προτείνοντας ρυθμίσεις που μπορούν να μετατρέψουν γρήγορα ένα «κόκκινο» δάνειο σε εξυπηρετούμενο και να εξασφαλίσουν σχετικά σίγουρες ροές εσόδων για τα funds.
Επιπλέον, τα «κουρέματα» στο υπόλοιπο των δανείων είναι μεν επαρκή για να βοηθήσουν στη μείωση της δόσης, ταυτόχρονα όμως επιτρέπουν στα funds να διατηρήσουν μια απαίτηση που θα αντιστοιχεί στο 75% - 80% της αρχικής λογιστικής αξίας του δανείου, το οποίο έχουν αγοράσει πολύ φθηνότερα, στο 30 - 40%. Έτσι, τα funds διατηρούν την προσδοκία για μια ικανοποιητική, σύμφωνα με την επιχειρηματική στρατηγική τους, απόδοση του κεφαλαίου που έχουν τοποθετήσει.
Η αγωνία της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση παρακολουθεί πολύ στενά τις κινήσεις των funds, καθώς φοβάται το πολιτικό κόστος από τη διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει η λήξη του καθεστώτος προστασίας της πρώτης κατοικίας. Το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση αρχίζει να «πρεσάρει» τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, οι οποίες μέσα στους επόμενους μήνες θα αναλάβουν την είσπραξη δανείων άνω των 30 δισ. ευρώ, μέσα από τις τιτλοποιήσεις του σχεδίου «Ηρακλής».
Στόχος της είναι να «πείσει» - ουσιαστικά να αναγκάσει - τα funds που θα αγοράσουν στεγαστικά δάνεια, να προσφέρουν ευνοϊκές ρυθμίσεις και όρους αποπληρωμής στους δανειολήπτες, ώστε να τακτοποιηθεί μεγάλο ποσοστό αυτών των δανείων και να περιορισθεί κατά το δυνατόν ο αριθμός των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας.
Ο υπουργός Οικονομικών είχε πρόσφατα συνάντηση με τους εκπροσώπους των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων. Πριν από αυτή το υπουργείο επιχείρησε να δημιουργήσει εντυπώσεις, με διαρροές ότι υπάρχει πρόθεση από κυβερνητικής πλευράς να «στριμωχθούν» τα funds - για τα οποία εκτιμάται ότι «προσφέρουν καλές λύσεις σε σχέση με τις τράπεζες, αλλά δεν είναι ακόμα οργανωμένα».
Όπως υπογράμμιζαν κύκλοι του υπουργείου, τα funds «αγοράζουν αρκετά χαμηλά κι έτσι έχουν περιθώριο να προσφέρουν αναδιάρθρωση και μεγάλο κούρεμα». Μάλιστα, για να γίνει αντιληπτό ότι η κυβέρνηση δεν θέλει απλά... ψαλιδίσματα, αλλά βαθιά «κουρέματα», από το ΥΠΟΙΚ αναδείκνυαν την περίπτωση δανείου 300.000 ευρώ που «κουρεύτηκε» στις 120.000 ευρώ, δηλαδή κατά 60%. «Δεν αρκούν, όμως, οι μεμονωμένες περιπτώσεις», τόνιζαν οι ίδιοι παράγοντες, δίνοντας το στίγμα των επιθυμιών της κυβέρνησης για γενίκευση των «κουρεμάτων».
Μάλιστα, το υπουργείο εξετάζει το σενάριο της μετατροπής και της εταιρείας PQH, που είναι εκκαθαριστής 17 τραπεζών, μεταξύ των οποίων η Αγροτική και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, σε αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, ώστε να έχει τα ίδια περιθώρια με αυτές τις εταιρείες για «κουρέματα» δανείων.