Η πανδημική κρίση αποτελεί αναμφίβολα μια περίοδο μεγάλων προκλήσεων για την εργασία, εξαιτίας των ανατροπών που επέφεραν τα μέτρα περιορισμού της διασποράς του Covid-19 στην καθημερινότητα. Η τηλεργασία και οι εξ αποστάσεως συσκέψεις, ταυτόχρονα με τα μέτρα προσωπικής υγιεινής, διαμόρφωσαν μια διαφορετική εργασιακή καθημερινότητα για την πλειοψηφία των εργαζομένων από τις αρχές του 2020 μέχρι σήμερα.
Η παρούσα φάση επιστροφής στην ομαλότητα, με την πανδημία να εξακολουθεί να υφίσταται, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φάση καμπής και αναθεωρήσεων για τον κόσμο της εργασίας και το μέλλον του. Δύο σημαντικές διεθνείς τάσεις, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, τροφοδοτούν τη δημόσια συζήτηση, απηχώντας τις ανάγκες των εργαζομένων: η «μεγάλη παραίτηση» (great resignation) και το εργασιακό τετραήμερο.
«Μεγάλη παραίτηση», αναθεώρηση των όρων εργασίας και το βλέμμα σε ένα καλύτερο μέλλον
H τάση της «μεγάλης παραίτησης» αποτυπώνει από την περασμένη άνοιξη μέχρι σήμερα μαζικές παραιτήσεις εργαζομένων, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία. Είναι ενδεικτικό ότι στις ΗΠΑ παραιτήθηκαν 4,3 εκατ. εργαζόμενοι τον Αύγουστο και άλλα 4,4 εκατ. τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας.
Οι συχνότεροι λόγοι παραίτησης συνοψίζονται στην αναθεώρηση των όρων εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αφού με την επιστροφή στη –σχετική– ομαλότητα οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν ότι μπορούν να επιτύχουν τόσο καλύτερες εργασιακές συνθήκες όσο και καλύτερους μισθούς. Οι ανισότητες, σε εισοδηματικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο επαγγελματικής ανέλιξης, τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό το κύμα παραιτήσεων, καθώς μεγάλο ποσοστό όσων εγκατέλειψαν τους τελευταίους μήνες τη θέση εργασίας τους στις ΗΠΑ είναι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι, έγχρωμοι και γυναίκες, που βρίσκονται μακριά από επιτελικές –και καλοπληρωμένες– θέσεις. Την ίδια ώρα, το φαινόμενο της εργασιακής εξουθένωσης (Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης – burn-out) εξελίσσεται σε μια σύγχρονη μάστιγα για τους εργαζομένους, η οποία αναγνωρίστηκε το 2019 ως ασθένεια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Το κύμα παραιτήσεων έχει δημιουργήσει χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, προβληματίζοντας τους εργοδότες, οι οποίοι αναζητούν τρόπους να προσελκύσουν νέους υποψηφίους, και δείχνοντας ότι η μαζικότητα της τάσης αυτής διαμορφώνει νέα δεδομένα προς όφελος των εργαζομένων.
Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, η διαφορετική εργασιακή πραγματικότητα σε σχέση με την άλλη όχθη του Ατλαντικού φαίνεται πως –προς το παρόν– δεν έχει ευνοήσει μια αντίστοιχη τάση μαζικής «φυγής» εργαζομένων. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η ύπαρξη εργασιακών συνδικάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων και η κρατική στήριξη των θέσεων εργασίας εν μέσω πανδημίας αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες προς την επιλογή των μαζικών παραιτήσεων. Εξαίρεση αποτελεί η Βρετανία, σημειώνοντας ρεκόρ 20ετίας (1 στους 4 εργαζομένους σχεδιάζει να αλλάξει θέση εργασίας), ωστόσο, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η εγκατάλειψη της εργασιακής θέσης συνοδεύεται από την ανάληψη άλλης (χωρίς όμως απαραίτητα να συνοδεύεται από καλύτερους όρους). Στην Ελλάδα, πάντως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Randstad, το 62% των Ελλήνων εργαζομένων αναζητά νέα εργασία αφού αισθάνεται ότι δεν ανταμείβεται δίκαια ή επαρκώς για τις τρέχουσες δεξιότητές του.
Η 4ημερη εργασιακή εβδομάδα ωφελεί τους εργαζομένους, τις επιχειρήσεις και τον πλανήτη
Η δεύτερη τάση θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει «αντίδοτο» στις γενεσιουργές αιτίες του κύματος παραιτήσεων. H εργασιακή εβδομάδα των τεσσάρων ημερών, με διατήρηση των απολαβών του πενθημέρου, αποτελεί ένα «πείραμα» που κερδίζει διαρκώς μεγαλύτερη απήχηση. Δεν πρόκειται για μια νέα ιδέα, ωστόσο οι συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία ενισχύει το αίτημα για «ψαλίδισμα» του εργασιακού 40ωρου.
Ισλανδία, Ιρλανδία, Σκωτία, Ισπανία, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία και Σουηδία έχουν ανακοινώσει πιλοτικά σχέδια τετραήμερης εργασιακής εβδομάδας. Στην Ισλανδία η δοκιμή (με τη συμμετοχή περισσότερου από το 1% του εργατικού δυναμικού της χώρας την περίοδο 2015-2019) στέφθηκε από επιτυχία, μειώνοντας τις ώρες σε 35-36, και έδειξε ότι η παραγωγικότητα δεν κάμφθηκε, παρέμεινε ίδια ή και αυξήθηκε. H ισπανική κυβέρνηση ενέκρινε τη χρηματοδότηση τριετούς προγράμματος για το εργασιακό τετραήμερο, έπειτα από πρόταση του μικρού αριστερού κόμματος Más País του Ινίγο Ερεχόν (πάλαι ποτέ νο. 2 των Podemos), με εκατοντάδες επιχειρήσεις να αναμένεται να πάρουν μέρος στην πιλοτική εφαρμογή του μέτρου. Πριν από έναν χρόνο περίπου, η Unilever της Νέας Ζηλανδίας ανακοίνωσε ένα πείραμα 12 μηνών, σύμφωνα με το οποίο οι 81 υπάλληλοί της θα αμείβονται για πενθήμερη εργασία, αλλά θα εργάζονται τέσσερις μέρες, χωρίς να αυξηθούν οι ώρες εργασίας κατά τις μέρες αυτές. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα πρόσφατα ανακοίνωσαν ότι εισαγάγουν εργασιακή εβδομάδα 4,5 ημερών για τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους από το νέο έτος, σε μια προσπάθεια να «αυξήσουν την παραγωγικότητα και να βελτιώσουν την ισορροπία εργασίας και ελεύθερου χρόνου». Πρόσφατα η βρετανική ψηφιακή τράπεζα Atom Bank υιοθέτησε το τετραήμερο για τους 430 υπαλλήλους της.
Πέρα από την ανθρώπινη διάσταση, από την οπτική των επιχειρήσεων, η συντομότερη εργασιακή εβδομάδα δείχνει ότι οδηγεί και σε υψηλότερη παραγωγικότητα των εργαζομένων. Πριν από την πανδημία, τον Νοέμβριο του 2019, η Microsoft Japan ανακοίνωσε ότι η τετραήμερη εργασία οδήγησε σε αλματώδη αύξηση της παραγωγικότητας, αφού τον περασμένο Αύγουστο η αύξηση των πωλήσεων ανά εργαζόμενο ανήλθε στο 40% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Ταυτόχρονα, το εργασιακό τετραήμερο δείχνει πως μπορεί να έχει και ιδιαίτερα θετικό αποτύπωμα στη μάχη της προστασίας του περιβάλλοντος: Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα στον ιαπωνικό βραχίονα της Microsoft, η μη εργασία τις Παρασκευές οδήγησε σε μικρότερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 23% και σε εκτύπωση λιγότερων σελίδων κατά 59%, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Έρευνα που διεξήγαγε η οργάνωση Platform London τον περασμένο Μάιο κατέδειξε ότι η εργασιακή εβδομάδα των τεσσάρων ημερών (πάντα με σταθερές τις απολαβές) θα μπορούσε να μειώσει το αποτύπωμα άνθρακα του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 127 εκατ. τόνους ετησίως ως το 2025, μείωση της τάξης του 21,3%, μεγαλύτερη από το συνολικό ετήσιο αποτύπωμα της Ελβετίας.
Προς ένα νέο εργασιακό υπόδειγμα;
H παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 αποτέλεσε την ιδανική αφορμή για την απορρύθμιση της εργασίας και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων υπό τη συνεχή απειλή της υπονόμευσης της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Η πανδημική κρίση –η οποία οδηγεί σε ανακατατάξεις και ανατροπές– καταδεικνύει ότι οι συνθήκες είναι πλέον διαφορετικές σε μια εποχή σημαντικών προκλήσεων, την 4η Βιομηχανική Επανάσταση και την ψηφιακή μετάβαση.
Το 1930 o οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς, σε μελέτη του με τίτλο Οικονομικές Προοπτικές για τα Εγγόνια μας (Economic Possibilities For Our Grandchildren), προέβλεψε ότι τα εγγόνια του θα μεγαλώσουν σε μια κοινωνία όπου τα τεχνολογικά επιτεύγματα θα κάνουν τις δουλειές πιο αποδοτικές, κι έτσι οι εργαζόμενοι θα έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, εκτιμώντας ότι θα είναι εφικτή η 15ωρη, συνολικά, εργασιακή εβδομάδα. Ο Βρετανός οικονομολόγος μπορεί να έπεσε έξω στην εκτίμησή του ως προς τις ώρες της εργασιακής εβδομάδας, ωστόσο σωστά προέβλεψε ότι η τεχνολογική εξέλιξη μπορεί να απελευθερώσει χρόνο προς όφελος της ανάπαυσης και αποφόρτισης των εργαζομένων. Οι υποστηρικτές ενός νέου εργασιακού υποδείγματος, με αξιοπρεπείς αμοιβές και ανθρώπινες συνθήκες, κυρίως όσον αφορά τις ώρες εργασίας και τη διασφάλιση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, αποκτούν ολοένα και περισσότερα επιχειρήματα και ερείσματα.
Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου, Συντονιστή του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 2ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων