Τράπεζες

Η κρίσιμη απόφαση της ΕΚΤ για τα «κόκκινα» δάνεια


Μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του εποπτικού μηχανισμού της, η οποία θα αποτελέσει κρίσιμο ζήτημα διαβούλευσης, το επόμενο διάστημα, με τις ελληνικές αρχές θα κρίνει σε ποιο βαθμό θα είναι επιτυχημένο το σχέδιο «Ηρακλής» για τιτλοποιήσεις προβληματικών δανείων με κρατικές εγγυήσεις έως 9 δισ. ευρώ.

Η κυβέρνηση, δια του αρμόδιου υφυπουργού Οικονομικών, Γιώργου Ζαββού, έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία έγκρισης του σχεδίου από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ομως μόλις τώρα άρχισε η διαδικασία εξέτασης του σχεδίου από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ (SSM), ο οποίος θα αποφασίσει για μια τεχνική παράμετρο εξαιρετικά σημαντική, από την οποία θα κριθεί σε ποιο βαθμό θα ωφεληθούν οι τράπεζες από τις τιτλοποιήσεις και, κατ’ επέκταση, αν θα είναι προς το συμφέρον τους να τιτλοποιήσουν δάνεια αξίας 30 δισ. ευρώ, όπως υπολογίζει η κυβέρνηση.

Το ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει η ΕΚΤ έχει ήδη απαντηθεί με ευνοϊκό τρόπο για τις τράπεζες της Ιταλίας, που ήταν οι πρώτες που εφάρμοσαν ανάλογο σχέδιο τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις (GACS). Οι ιταλικές τράπεζες, όπως θα κάνουν και οι ελληνικές, τιτλοποίησαν δάνεια χαμηλής ποιότητας, για τα οποία δεν δόθηκαν εγγυήσεις του Δημοσίου και δάνεια καλύτερης ποιότητας, για τα οποία το ιταλικό Δημόσιο παρέσχε εγγυήσεις.

Τα χαμηλότερης ποιότητας κομμάτια των τιτλοποιήσεων πουλήθηκαν (σε χαμηλές τιμές) από τις τράπεζες σε επενδυτές. Τα καλύτερα κομμάτια των τιτλοποιήσεων, που είχαν και την κρατική εγγύηση, έμειναν στους ισολογισμούς των εταιρειών ειδικού σκοπού, που ιδρύθηκαν από τις τράπεζες για τις τιτλοποιήσεις, άρα συνέχισαν να αναγνωρίζονται στους ισολογισμούς τους.

Όμως, η ΕΚΤ επέτρεψε στις τράπεζες να αποαναγνωρίσουν (derecognize) αυτά τα τιτλοποιημένα δάνεια, δηλαδή να τα εξαιρέσουν από το σταθμισμένο σύμφωνα με τον κίνδυνο ενεργητικό, στη βάση του οποίου υπολογίζεται ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε να μπορέσουν να βελτιώσουν οι τράπεζες τους δείκτες τους. Κρίθηκε ότι, αν και δεν πουλήθηκαν σε τρίτους επενδυτές, στην πραγματικότητα το ρίσκο έφυγε από τις τράπεζες και πέρασε στο ιταλικό Δημόσιο, μέσω των εγγυήσεων που αυτό έδωσε.

Η ελληνική περίπτωση

Για την περίπτωση της Ελλάδας, όμως, το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εξετασθεί από την αρχή, καθώς, όπως έχει αναγνωρίσει και ο Γιώργος Ζαββός, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας δεν είναι κορυφαία (επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης), σε αντίθεση με την ιταλική που βρίσκεται στην επενδυτική βαθμίδα.

Αυτό σημαίνει ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, η «αξία» της εγγύησης από το ελληνικό Δημόσιο δεν είναι η ίδια με την «αξία» της ιταλικής εγγύησης. Άρα, θεωρητικά, οι μια τιτλοποίηση με ελληνική εγγύηση αφήνει στην τράπεζα που θα την κρατήσει περισσότερο ρίσκο από όσο αφήνει μια τιτλοποίηση με ιταλική εγγύηση, για την οποία αναγνωρίζεται ότι το ρίσκο είναι μηδενικό.

Άλλωστε, ακριβώς λόγω του ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα και η χώρα δεν βρίσκεται στην «ομπρέλα» κάποιου ευρωπαϊκού προγράμματος, όπως θα ήταν μια προληπτική πιστωτική γραμμή, η ΕΚΤ δεν δέχεται τους ελληνικούς τίτλους ως ενέχυρο για δανεισμό των τραπεζών. Την ίδια στιγμή, όμως, καλείται να αναγνωρίσει ότι το ίδιο κράτος, του οποίου τα ομόλογα δεν γίνονται δεκτά, παρέχει εγγυήσεις σαν να ήταν ένα κράτος κορυφαίας πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Αυτό το σταυρόλεξο είναι δύσκολο να λυθεί με τρόπο που θα ήταν απολύτως ευνοϊκός για τις τράπεζες, αναγνωρίζουν τραπεζικά στελέχη. Το ερώτημα είναι ποιο ποσοστό από τις τιτλοποιήσεις κορυφαίας ποιότητας (senior tranches) των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες θα αφορούν δάνεια αξίας 11 δισ. ευρώ με εγγύηση ζημιών σε ποσοστό 80% της ονομαστικής αξίας (9 δισ. ευρώ) θα επιτραπεί να εξαιρεθούν από το σταθμισμένο σύμφωνα με τον κίνδυνο ενεργητικό.

Το ερώτημα, λοιπόν, συμπυκνώνεται σε έναν αριθμό: τι ποσοστό της αξίας των τιτλοποιήσεων που θα γίνουν με την κρατική εγγύηση θα επιτραπεί να αποαναγνωρισθούν από το σταθμισμένο ενεργητικό των τραπεζών. Όσο μικρότερο ποσοστό επιτρέψει η ΕΚΤ να εξαιρεθεί από τον αριθμητή του κλάσματος της κεφαλαιακής επάρκειας, τόσο λιγότερο συμφέρουσες θα γίνουν για τις τράπεζες αυτές οι τιτλοποιήσεις, που, σημειωτέον, δεν θα είναι μια «ανώδυνη» διαδικασία, σε κάθε περίπτωση, αφού οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να περιλάβουν στις «καλές» τιτλοποιήσεις τα πιο ποιοτικά προβληματικά τους δάνεια, που θα είχαν και τη μεγαλύτερη αξία αν πωλούνταν στην αγορά.

Αν η αποαναγνώριση δεν είναι αρκετά γενναιόδωρη, η επιτυχία του σχεδίου «Ηρακλής» δεν θα είναι εξασφαλισμένη και είναι πιθανό να μείνει πίσω, σε σχέση με το στόχο της τιτλοποίησης δανείων αξίας 30 δισ. ευρώ.