Τον Ιούνιο η Τερέζα Μέι οριστικοποίησε το σχεδιασμό για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, 9 μήνες πριν από το ορόσημο της επίσημης αποχώρησης που έχει προσδιοριστεί για το Μάρτιο του 2019. Σε μια έκθεση 100 σελίδων που κατατέθηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο, αναλύεται το σχέδιο εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ακρίβεια «η μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η θετική διατύπωση του τίτλου -«μελλοντική σχέση» και όχι διαζύγιο ή κάτι ανάλογο- δεν είναι τυχαία. Το σχέδιο προτείνει μια Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης (Association Agreement), κάτι περισσότερο από τη σχέση ΕΕ-Καναδά για παράδειγμα.
Tου Χρήστου Κανελλόπουλου*
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενα σημειώματα του Δελτίου Ευρωπαϊκών Εξελίξεων, αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 2016 και την απόφαση για οριστική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εμφανίστηκε το δίλημμα περί ήπιου («μαλακού») ή «σκληρού» Brexit. Το ζήτημα προέκυψε αναγκαστικά, καθώς το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν διευκρίνιζε τις σχέσεις που έπρεπε να διατηρήσει η Βρετανία με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση που ψηφιζόταν η αποχώρησή της, ιδίως δε το καθεστώς εμπορικών σχέσεων με την τεράστια αγορά των 500 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Πολύ γρήγορα επισημάνθηκε η αλληλεξάρτηση της βρετανικής οικονομίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και η ανάγκη διατήρησης κάποιας περισσότερο προνομιακής σχέσης με την ΕΕ.
- Σε ένα «σκληρό» Brexit η Βρετανία σχετίζεται με την ΕΕ ως οποιαδήποτε τρίτη χώρα.
- Στην περίπτωση ήπιας εξόδου, η Βρετανία διατηρεί μια «ειδική σχέση» με την ΕΕ και κυρίως με την εσωτερική της αγορά, πράγμα που όμως συνεπάγεται αυξημένες ελευθερίες μετακίνησης αγαθών και προσώπων (άρα και μεταναστών), καθώς και το καθεστώς ρυθμίσεων που επικρατεί στην αγορά της ΕΕ, όπως αυτό επιβλέπεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για συμμετοχή της Βρετανίας σε Τελωνειακή Ένωση με την ΕΕ και εφαρμογή ενός μοντέλου σύνδεσης στο πρότυπο της Νορβηγίας.
Ήδη από το 2016, λίγους μήνες μετά το δημοψήφισμα, φαινόταν πως η Τερέζα Μέι έκλινε προς ένα μαλακό Brexit. Το επόμενο διάστημα μετακινήθηκε προς παρόμοιες θέσεις ο Τζέρεμι Κόρμπιν, παρά την αντίθεση μερίδας των Εργατικών που ήταν εξαρχής υπέρ ενός «αριστερού Brexit».
Η θέση της Μέι ωστόσο ήταν δυσκολότερη ακριβώς επειδή ο εθνικιστικός και ξενοφοβικός αντιευρωπαϊσμός κυριαρχεί στους κόλπους των Συντηρητικών και του εκλογικού τους σώματος.
Πρόκειται για πολιτικές θέσεις τις οποίες τα «κίτρινα» μέσα ενημέρωσης της Βρετανίας καλλιέργησαν επί πολλά χρόνια και έκαναν δημοφιλείς σε μεγάλο τμήμα των λαϊκών τάξεων που προσελκυόταν από τους Συντηρητικούς και από το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ. Αντίστοιχα, μια ισχυρή πτέρυγα του Συντηρητικού κόμματος, με ηγέτη τον Μπόρις Τζόνσον, οικοδόμησε την πολιτική της σταδιοδρομία και βελτίωσε την εσωκομματική της θέση προάγοντας τον ξενοφοβικό ευρωσκεπτικισμό.
Στο σχέδιο που παρουσίασε η Τερέζα Μέι, η Βρετανία σχηματίζει με την ΕΕ μια περιοχή ελεύθερου εμπορίου χωρίς τελωνειακούς ελέγχους, στην οποία - εδώ εντοπίζεται το σημείο που προκαλεί αντιδράσεις- οι κανονισμοί και οι ρυθμίσεις της ΕΕ για τα βιομηχανικά αγαθά και τα τρόφιμα εκτείνονται και στη Βρετανία.
Με άλλα λόγια, πτυχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αλλά και η εφαρμοστική και ελεγκτική εξουσία των διοικητικών και δικαστικών αρχών της ΕΕ, γίνονται έμμεσα αποδεκτά στη βρετανική επικράτεια και η Βρετανία αποποιείται τη δυνατότητα δικών της εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό πως η Βρετανία δέχεται να συλλέγει δασμούς σε συναλλαγές με τρίτες χώρες για λογαριασμό της ΕΕ, χωρίς ανάλογη πρόβλεψη συλλογής δασμών από την ΕΕ για λογαριασμό της Βρετανίας.
Ομως η συμφωνία αυτή εξαιρεί τις υπηρεσίες. Το ρίσκο για τον τεράστιο τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών του Λονδίνου είναι σημαντικό, καθώς απειλείται η πρόσβασή του στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το σχέδιο αυτό φαίνεται να αντιμετωπίζει επιτυχημένα το μεγάλης σημασίας ιρλανδικό πρόβλημα, καθώς τυχόν επαναφορά τελωνειακών ελέγχων στο μέχρι τώρα «αόρατο» σύνορο της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας θα πήγαινε πολύ πίσω το καθεστώς σχετικής ενοποίησης που επικρατούσε στο νησί και θα προκαλούσε σφοδρές αντιδράσεις από την Καθολική κοινότητα της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ασφαλώς, πρόκειται για σχέδιο. Δεν είναι βέβαιη η συμφωνία της ΕΕ σε αυτό.Το πιθανότερο είναι να αποτελέσει βάση της διαπραγμάτευσης που θα διεξαχθεί στη διετή μεταβατική περίοδο μετά την επίσημη έξοδο το 2019. Στη διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης είναι πιθανό η ΕΕ να αμφισβητήσει το διαχωρισμό αγαθών από υπηρεσίες στην ενιαία αγορά εμπορίου ΕΕ-Βρετανίας ή να ζητήσει την ισχύ και της -τόσο απεχθούς στην ξενόφοβη βρετανική δεξιά- ελευθερίας μετακίνησης προσώπων.
Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα της Μέι είναι οι αντιδράσεις που προκάλεσε το σχέδιό της στην ασυμβίβαστη αντιευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματός της, γεγονός που καθιστά αβέβαιη την έγκρισή του από το κοινοβούλιο. Μέσα σε τρεις ημέρες από την παρουσίαση του σχεδίου στα μέλη της κυβέρνησης, ο Ντέιβιντ Ντέιβις, υπουργός με ευθύνη το Brexit, και ο Μπόρις Τζόνσον, υπουργός Εξωτερικών, παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Σαν μην έφταναν αυτά, κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Βρετανία, ο Ντόναλντ Τραμπ επιδόθηκε σε πρωτοφανή παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική της χώρας καταδικάζοντας την επιλογή του ήπιου Brexit από τη Μέι και προσφέροντας ανοιχτή στήριξη στον ηγέτη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης Μπόρις Τζόνσον.
Από την άλλη, οι αντιδράσεις των οπαδών του «σκληρού» Brexit δεν είναι αβάσιμες. Το σχέδιο Μέι μπορεί πράγματι να ερμηνευτεί σαν αλλοίωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Πρόκειται για τυπική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν συνιστά όμως και καθαρή αποκοπή από τη δικαιοδοσία και τους κανονισμούς της ΕΕ και της Ενιαίας Αγοράς.
Η Τερέζα Μέι και οι σύμμαχοί της στη βρετανική ελίτ εκμεταλλεύονται τις ασάφειες της απόφασης του δημοψηφίσματος για να συγκροτήσουν μια ρεαλιστική προσέγγιση που έχει σκοπό να κρατήσει τη Βρετανία σε μια ειδική σχέση με την ΕΕ. Ωστόσο μια τέτοια σχέση δεν περιλαμβανόταν στα αιτήματα του στρατοπέδου της αποχώρησης που κέρδισε το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016.
* Αναδημοσίευση από τo 12o Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ