«Ο κατώτατος μισθός βοηθά πολλούς ανθρώπους και δεν βλάπτει κανέναν. Είναι όμως και σαφές ότι δεν είναι το κύριο εργαλείο αντιμετώπισης των προβλημάτων τους. Αποσκοπεί στο να υπάρχουν έντιμοι εργασιακοί όροι για τους κατώτατα αμειβόμενους. Αυτό που απαιτείται είναι ο συνδυασμός του με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι απολύτως επίκαιρη, διότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη στην οποία δεν έγινε». Αυτό τονίζει ο Γκέρχαρντ Μπος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ντουίσμπουργκ–Έσσεν και πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας, Δεξιοτήτων και Κατάρτισης (IAQ), στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή τη συζήτηση που διοργάνωσε το «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς» με θέμα: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού εμπόδιο ή εργαλείο για μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα;». Συμπληρώνει μάλιστα πως ο «υποκατώτατος μισθός για τους νέους κάτω των 25 δεν δικαιολογείται. Συνιστά μια ανεπίτρεπτη διάκριση. Επομένως είναι άδικος και πρέπει να αποκατασταθεί».
Κατά τον κ. Μπος, ο οποίος είναι και μέλος της «Επιτροπής για την Εργασία του Μέλλοντος» του «Ιδρύματος Χανς-Μπέκλερ», η οποία αποτελείται από εργοδότες, συνδικάτα και επιστήμονες, «το κοινωνικό μέρισμα είναι ένα αναγκαίο βοήθημα, δεν είναι μια φτηνή προεκλογική παροχή» και είναι «συνεπές από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης να το δώσει». Προσθέτει δε πως «οι θεσμοί είχαν κάνει την πρόγνωση ότι η μείωση των συντάξεων θα έχει θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, κάτι το οποίο ουδέποτε όμως επαληθεύτηκε».
Ο Γερμανός καθηγητής τονίζει επίσης στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η μείωση του αφορολόγητου ορίου δεν θα συνέβαλε «στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η οποία εξαρτάται μεν από τις εξαγωγές αλλά και από την εσωτερική ζήτηση, την οποία οι θεσμοί υποτίμησαν. Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στη μη φορολόγηση όσων κερδίζουν πολλά. Το να θέλει κανείς να αναπτύξει μια οικονομία φορολογώντας περισσότερο τους φτωχούς είναι η λάθος πολιτική. Την οικονομία την αναπτύσσεις με επενδύσεις», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Επίσης, επισημαίνει πως το γεγονός ότι τα παλαιά αριστερά κόμματα, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες, βρίσκονται σε κρίση όμοια με του ΠΑΣΟΚ σχεδόν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη οφείλεται και στο ότι «συμμετείχαν στην πολιτική της λιτότητας, δεν εκπροσωπούσαν, δηλαδή, τους ίδιους τους ψηφοφόρους τους. Εξαίρεση βέβαια αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ και στην Ισπανία το Κόμμα της Αριστεράς που θέλει να εκφράσει τις ομάδες αυτές».
Στο ερώτημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ για το τι μπορεί να γίνει ενόψει των ευρωεκλογών για την κλονιζόμενη Ευρώπη, απαντά ότι δεν είναι αισιόδοξος, διότι «υπάρχουν τα γεράκια του Βορρά και η Ευρώπη πολώνεται με αυξανόμενο ρυθμό. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα των εκατομμυρίων ευρώ διακηρύσσονται, αλλά δεν έρχονται εγκαίρως. Γι' αυτό και θεωρώ καλή την ιδέα μιας ευρωπαϊκής ασφάλισης για τους ανέργους, διότι είναι ένα μηχανισμός με τον οποίο μπορεί να διανείμει κανείς πολύ γρήγορα χρήματα. Το καλύτερο βέβαια θα ήταν να μην έχει εφαρμοστεί η πολιτικής της λιτότητας τα τελευταία χρόνια», ενώ τονίζει ότι η πολιτική της αυστηρής λιτότητας είναι «καταστροφική. «Η Ευρώπη βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο και γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει να μετατραπεί από Ενωση λιτότητας σε Ενωση επενδύσεων», σημειώνει.
Την πρόταση του κ. Τσίπρα για συνεργασία των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων της Ευρώπης τη βρίσκει «πολύ καλή» και τη χαρακτηρίζει «μοναδική πιθανότητα επιβίωσης της Αριστεράς. Υπάρχουν βέβαια μεγάλες διαφοροποιήσεις», διαπιστώνει όμως ότι «σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου υπάρχει ήδη μια τέτοια συνεργασία. Οι Πράσινοι συνεργάζονται στενά με τους Σοσιαλδημοκράτες και την Αριστερά», ενώ σε εθνικό επίπεδο» το θέμα της συνεργασίας «είναι πάντα πιο περίπλοκο. Οι αριστεροί έχουν προσωπικές έχθρες, υπάρχουν ανόητες έχθρες. Στην Ελλάδα οι Κομμουνιστές μένουν απέξω και το ποσοστό τους χάνεται. Οι Ελληνες Σοσιαλδημοκράτες μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έχασαν τις εκλογές, αλλά αυτό δεν δείχνει προσανατολισμό προς το μέλλον. Γι αυτό χρειαζόμαστε νέους ανθρώπους στις ηγεσίες οι οποίοι δεν είναι φυλακισμένοι στις παλιές αντιπαλότητες».
Τέλος, ο κ. Μπος λέει ότι οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες με τον κ. Μερτς ο οποίος «εκπροσωπεί τον ριζοσπαστικό νεοφιλελευθερισμό ίσως να κέρδιζαν ψήφους, να ήταν καλή επιλογή για το κόμμα, αλλά θα ήταν κακή για την Γερμανία και για την Ευρώπη θα ήταν μια καταστροφή».